""Όπα ρε, θα πέσει ο γέρος”, λέω, αλλά ούτε που γυρνάνε να με κοιτάξουνε" εξομολογείται ένας τοξικομανής, ένας από τους καθημερινούς ήρωες του Γιάννη Γορανίτη δηλαδή. Ο δημοσιογράφος στην πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια, τη συλλογή διηγημάτων 24 (εκδ. Πατάκη), επιλέγει τους χαρακτήρες από όλο το φάσμα του κοινωνικού καλειδοσκοπίου – δίχως να κάνει εκπτώσεις στα χαμηλά ή τα υψηλά στρώματα.
Με όχημα τους 24 σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, καταδύεται στις διαφορετικές ιδεολογίες-φιλοσοφίες-τάξεις που αποτελούν το μεγάλο χωνευτήρι της πρωτεύουσας. Για να μας δώσει μια σπονδυλωτή αφήγηση που διαδραματίζεται ένα καλοκαιρινό πρωινό στην καρδιά της κρίσης κατά τη διάρκεια της πολυήμερης απεργίας των βενζινάδικων και των ταξί, εξαιτίας των οποίων στο τρένο επιβιβάζονται άνθρωποι που κανονικά δε θα βρίσκονταν στα βαγόνια του. Ή ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν καν ιδέα πώς έφτασαν εκεί.
Φανατικός αναγνώστης ο ίδιος, φαίνεται πως είναι και πολύ επίμονος συγγραφέας, αφού μοιάζει να έχει σμιλέψει το βιβλίο προσεκτικά και λέξη λέξη. Με γλώσσα που λοξοκοιτάζει προς τη σύγχρονη slang, ταχύ αφηγηματικό ρυθμό και πλοκή που άλλοτε τέμνεται κι άλλοτε πηγαίνει σφαίρα, πετυχαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον, κάτι που μπορεί να ταράξει τον αναγνώστη: να δώσει φωνή σε όλους εκείνους τους "σιωπηλούς" ανθρώπους της Αθήνας, που συνήθως κοιτάζουν αμίλητοι τα κινητά τους στις διαδρομές του ηλεκτρικού.