Φαντάσματα και βρικόλακες από τη μια πλευρά, ήθη κι έθιμα της ελληνικής επαρχίας από την άλλη. Χωρίς να το καταλάβουμε η λαϊκή παράδοση έχει επιστρέψει δριμύτερη στις σελίδες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τη ζωή στο χωριό. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι πίστευαν ότι αυτά τα "παραμύθια για μικρά παιδιά" είχαν εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο.
Πώς όμως και –κυρίως- γιατί συνέβη αυτό;
Ζητήσαμε από τρεις νέους συγγραφείς, τρεις δημιουργούς που χρησιμοποίησαν τη λαϊκή παράδοση ως δομικό υλικό του έργου τους να μας λύσουν την απορία. Οι Νικήτας Μ. Παπακώστας (Καληνύχτα καλούδια μου, εκδ Δώμα ), Δημοσθένης Παπαμάρκος (Γκιακ, εκδ. Αντίποδες) και Χρυσόστομος Τσαπραΐλης (Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας, εκδ. Αντίποδες) απάντησαν στις ερωτήσεις μας, ρίχνοντας φως σε αυτήν την απρόσμενη επιστροφή.
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
"Ένας τρόπος θέασης απομακρυσμένος από την ψυχρή λογική"
Φαντάσματα, βρικόλακες, στοιχειά. Παραμύθια για μικρά παιδιά ή κάτι πολύ περισσότερο;
Ν.Π: Τα μεταφυσικά στοιχεία είναι ένας τρόπος οι άνθρωποι να δίνουν έννοια στο ανεξήγητο. Ιδίως στο παρελθόν. Τόσο ήξεραν. Αυτό έχει μια γοητεία για μένα, για τη γραφή μου, τη φαντασία μου, αλλά όσο υπάρχουν οι επιστήμες, θα πιστεύω στην αλήθεια των φαινομένων. Υπάρχει μια ψυχιατρική εξήγηση για την αποκλίνουσα συμπεριφορά της ηρωίδας μου στο βιβλίο. Αυτή βλέπει έτσι τον κόσμο, κι όχι εγώ. Εγώ κι ο αναγνώστης απλά την ακολουθούμε.
Δ.Π: Νομίζω ότι ποτέ αυτά δεν ήταν παραμύθια για μικρά παιδιά. Το πλαίσιο στο οποίο γίνεται η αφήγηση αυτών των ιστοριών περιλαμβάνει και τους ενήλικες – κατά βάση, άλλωστε, παράγεται από αυτούς. Δεν είναι απλά ιστορίες για να διασκεδάσουν τα παιδιά (που δεν έχουν πολλές προσλήψεις από τον κόσμο κι άρα μειωμένη προσδοκία για το τι ιστορία θέλουν να ακούσουν). Τα τελευταία χρόνια μάλιστα όλα αυτά εξοβελίζονται από την παιδική λογοτεχνία κι αφορούν κυρίως αναγνώστες μεγαλύτερων ηλικιών. Προσωπικά δεν θεωρώ πολύ σωστό αυτό που γίνεται, υπάρχει τρόπος να φέρεις αυτά τα στοιχεία στην παιδική λογοτεχνία κρατώντας την αφήγηση "καθαρή" κατά κάποιον τρόπο.
Νικήτας Μ. Παπακώστας
"Το παρελθόν είναι μία ματιέρα. Μας χαρακτηρίζει"
Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά, να μπαίνει ξανά η λαϊκή παράδοση στο κάδρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι κάτι τυχαίο ή πιστεύεις πώς υπάρχουν σοβαροί λόγοι πίσω από αυτό;
Χ.Τ: Μπορώ να μιλήσω μόνο για τη γενιά μου, η οποία μεγάλωσε καταναλώνοντας τη λαϊκή παράδοση ως κάτι σχεδόν μουσειακό, κάτι αποκομμένο από την κοινωνική ζωή, και για αυτό μας φαινόταν άχαρη ως λείψανο. Τώρα θαρρώ πως γίνονται προσπάθειες να εμφυσήσουμε ζωή σε αυτή τη λαϊκή παράδοση, με πρώτες ύλες τα ερεθίσματά μας. Το γιατί θέλουμε να καταπιαστούμε με την παράδοση έχει να κάνει με τη νοσταλγία για κάτι το οριακά φαντασιακό (και άρα εύπλαστο), την πάλη ενάντια στην αβάσταχτη κανονικότητα του σήμερα, και ένα μεταμοντέρνο ενδιαφέρον για ξήλωμα του γραμμικού χρόνου.
Δ.Π: Είμαστε μία γενιά που απενοχοποίησε κάπως την παράδοση από την άποψη ότι έχασε όλα τα ιδεολογικά φορτία που μπορεί να κουβαλούσε για τους παλιότερους. Το πώς ακούμε το δημοτικό τραγούδι σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από το πώς μπορεί να το έκαναν οι πατεράδες μας. Βρήκαμε ένα υλικό αφήγησης που ανάλογα με τις εμπειρίες και τις προσλαμβάνουσες του καθενός το αξιολογεί ως περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρον. Πολλοί συγγραφείς μάλλον έχουμε βρει ένα πεδίο όπου μπορούμε να μπούμε και να "παίξουμε" αναπλάθοντας πράγματα που πάντοτε μας διασκέδαζαν. Υπάρχει ένα fun στοιχείο στο πώς το προσεγγίζουμε. Για μένα, προσωπικά, ήταν μία "οργανική" κίνηση: είχα κάποια θέματα στο μυαλό μου που θα μου άρεσε να γράψω για αυτά και το να πάρω κάποια στοιχεία από τη λαϊκή παράδοση θα το εξυπηρετούσε καλύτερα. Ήταν το κατάλληλο δομικό υλικό με άλλα λόγια.
Υπάρχει περίπτωση η παράδοση να έχει γίνει και λίγο μόδα;
Χ.Τ: Εφόσον η νοσταλγία έχει γίνει μόδα την τελευταία δεκαετία, η παράδοση (ως κάτι που περιλαμβάνει νοσταλγικά στοιχεία) προφανώς παρασύρεται από αυτό το ρεύμα. Το ότι είναι μόδα βέβαια δεν είναι απαραίτητα αρνητικό – το ζήτημα είναι κατά πόσο θα περάσει το σκόπελο του εφήμερου, κάτι που μπορεί να γίνει μέσω του δημιουργικού ανασχηματισμού της παράδοσης και όχι με στείρα αναμασήματα αυτής.
Ν.Π: Είμαι σχετικά μακριά από τα δρώμενα της Ελλάδας και δεν γνωρίζω. Ο τρόπος που εκφράζονται οι άνθρωποι δε μπορεί να χωρά σε ταμπέλες: αυτό είναι μόδα και το άλλο όχι.Έχει μέσα αλήθεια; Αγγίζει; Αυτό έχει σημασία. Για μένα τουλάχιστον.
Δ.Π: Δεν ξέρω αν είναι μόδα, σίγουρα όμως έχει υπάρξει μία στροφή προς την ελληνική παράδοση που για μένα καλώς έχει γίνει. Υπήρχαν υλικά στα πόδια μας που τα κλωτσάγαμε αλλά τώρα τα εξετάζουμε ξανά με προσοχή ψάχνοντας την χρησιμότητά τους. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό είναι ένα δείγμα ωρίμανσης. Μέσα από την τέχνη προσπαθούμε να δούμε τι νόημα έχει για αυτό που είμαστε εμείς σήμερα. Ίσως είναι κι ένα ταξίδι αυτοσυνειδησίας. Φυσικά όταν έχεις κάποια επιτυχημένα δείγματα –και εμπορικά- σε αυτόν τον τομέα δημιουργείται και μία μόδα. Σίγουρα όμως η "μόδα" βοηθά κάποιους ανθρώπους που βρίσκονταν στο μεταίχμιο να το τολμήσουν.
Δημοσθένης Παπαμάρκος
"Μία στροφή προς την παράδοση με άλλους όρους σημαίνει ότι δεν είναι μόνο προνόμιο των εθνικιστών"
Τι θα έλεγες σε κάποιον που θα ισχυριζόταν ότι αυτά τα στοιχεία δίνουν "επικίνδυνα ελληνοκεντρικό" χαρακτήρα στα νέα ελληνικά μυθιστορήματα;
Χ.Τ: Το προβληματικό με τον ελληνοκεντρισμό είναι η ενδυνάμωση του εθνικισμού, του πατριωτισμού και της (κατασκευασμένης τους δυο τελευταίους αιώνες) ελληνικής ταυτότητας. Αν το τάδε έργο τονίζει την ελληνικότητα από εθνικής σκοπιάς, τότε ναι, υπάρχει θέμα και οφείλει να αναδειχθεί, ειδικά στην παρούσα περίοδο. Από την άλλη όμως μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν τμήματα της παράδοσης και του ελλαδικού χώρου που όχι μόνο δεν τονίζουν την έννοια της πατρίδας, του "ένδοξου παρελθόντος", και της φαντασιακής ιστορικής συνέχειας του έθνους, αλλά είναι μακριά από εθνικές, καπιταλιστικές και άλλες προβληματικές λογικές. Για αυτό και πρέπει κάθε περίπτωση να εξετάζεται ξεχωριστά.
Ν.Π: Στα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί κατά καιρούς υπάρχει πάντα ένας βαθμός εσωστρέφειας. Αυτό δίνει ταυτότητα και για μένα είναι ζητούμενο. Αριστουργήματα όπως το Γκιακ του Παπαμάρκου ξεκαθαρίζουν την ήρα από το στάχυ. Είναι ελληνοκεντρικό μόνο αν θες να το δεις έτσι, αγνοώντας τις βαθύτερες ανθρωποκεντρικές του έννοιες. Ή μήπως μπορούμε να κατηγορήσουμε ως ελληνοκεντρικό το πρόσφατα μεταφρασμένο Ηπειρώτικο Μοιρολόι του Christopher King που είδαμε από τις εκδόσεις Δώμα και το οποίο κυκλοφόρησε αρχικά στην παγκόσμια αγορά μόνο;