To 1994 ήταν μία πραγματικά καλή χρονιά για τις κιθάρες. To punk έβλεπε τους Green Day και Offspring να βγάζουν τους πιο επιτυχημένους δίσκους της καριέρας τους, το ίδιο έκαναν οι πιο σκληροί Pantera και οι Machine Head, ενώ κι ο πιο εναλλακτικός ήχος δεν πήγαινε πίσω με τον Beck και τους Pulp να αγγίζουν την τελειότητα. Στη Βρετανία, ακόμα, όλα πήγαιναν πρίμα με το brit pop. Μικρή σημασία όμως είχαν τότε όλα αυτά· ο κόσμος ακόμα περιστρεφόταν γύρω από τον αστερισμό του grunge.

Τι συνέβαινε όμως την άνοιξη εκείνης της χρονιάς σε ένα από τα πιο επιτυχημένα genres των 90s; "Alive in the superunknown, first it steals your life and then it still your soul” τραγουδούσε, με την τόσο χαρακτηριστική χροιά του, ο κοντοκουρεμένος πια Chris Cornell. Είχε κόψει τα μακριά μαλλιά του, είχε αποχωριστεί αρκετά από τα hard rock κλισέ του παρελθόντος κι ετοιμαζόταν μαζί με τους Soundgarden για μία πραγματικά μεγάλη καριέρα στη μουσική βιομηχανία. Το Superunknown ήταν ένας δίσκος κλασικός.

Κανείς όμως δεν περίμενε ότι ακριβώς ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, ο Kurt Cobain θα έδινε, στις 5 Απριλίου του 1994, τέλος στη ζωή του. Μαζί του θα πέθαινε ξαφνικά και το grunge.

"Το Superunknown ήταν μία από τις πιο δραματικές αλλαγές που κάναμε στον ήχο και την πορεία μας ως μπάντα. Δε νομίζω ότι το αντιλαμβανόμασταν εκείνη την εποχή" είχε δηλώσει, το 2014, σε συνέντευξη του στο The Rolling Stone ο Cornell με αφορμή τα 20 χρόνια του άλμπουμ. Σίγουρα η απότομη στροφή από το περισσότερο doom και heavy metal riffs του Badmotorfinger (1991) στις πιο pop -ή grunge- λογικές αυτού του δίσκου δυσαρέστησε ένα μέρος του σκληροπυρηνικού rock κοινού. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις όμως όπως λένε και στην Αμερική: 25 χρόνια μετά, το Superunknown έχει πουλήσει 9 εκ. κόπιες παγκοσμίως. Το στοίχημα κρίνεται απολύτως επιτυχημένο.

Η ζωή όμως παίζει περίεργα παιχνίδια. Όσο πολύ κι αν ακούστηκε, όσο κι αν τα κομμάτια του τραγουδήθηκαν σε δωμάτια εφήβων, όσο κι αν το Black Hole Sun έπαιζε όλη μέρα κι όλη νύχτα στο MTV, δυστυχώς η αυτοκτονία του του μεγαλύτερου rock star των 90s επισκίασε τα πάντα εκείνη την περίοδο. Εκεί που το άρτιο από πολλές απόψεις Superunknown έμοιαζε να δίνει νέα πνοή στον ήχο, τελικά το νήμα της ζωής του grunge κόπηκε απότομα. Ίσως, βέβαια, ο live fast-die young τρόπος που πραγμάτωσε το grunge να είναι άλλος ένας λόγος που έμεινε θρυλικό.

"Το Superunknown έδειχνε ότι δεν είμαστε απλά η μπάντα του μήνα. Είχαμε μία υποχρέωση να αδράξουμε την στιγμή και πιστεύω ότι αυτό ακριβώς κάναμε" είχε πει, στην ίδια συνέντευξη, ο αδικοχαμένος Cornell που αυτοκτόνησε το 2016. Η αδιαφορία για όσα η κοινωνία θεωρεί επιτυχία και το φλερτ με την απελπισία δεν ήταν κάτι καινούργιο για τον διάσημο τραγουδιστή. Κάτι που φαίνεται και στους στίχους που έγραψε τότε, επηρεασμένος όπως λένε από τη Sylvia Plath, για τη μεγαλύτερη δισκογραφική επιτυχία της καριέρας του.

Από το 1991 μέχρι το 1994 το grunge κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να ξεπεράσει τους πάντες στη μουσική βιομηχανία. Βρήκε ένα πολύ κουρασμένο από τα σταριλίκια του hair metal κοινό και του έδωσε αυτό για το οποίο διψούσε: μία suburbia δόση νιχιλισμού, αδιαφορία στο βλέμμα και το ντύσιμο, έξυπνα tricks βγαλμένα από τις underground σκηνές, rockers που έμοιαζαν με working class heroes αντί για λαμέ μακρυμάλληδες με στρας.

Οι Soundgarden ήταν η μπάντα που για πολλούς ακροατές συμπλήρωνε την αγία τετράδα του grunge μαζί με τους Pearl Jam, τους Alice in Chains και πάνω από όλα τους Nirvana. Απλά έμελλε το πιο hard rock συγκρότημα από τους τέσσερις να παραδώσει και τον τελευταίο κλασικό δίσκο του ιδιώματος. Το Superunknown με έναν περίεργο τρόπο και χωρίς να το θέλει αποτέλεσε την ταφόπλακα του grunge -ενώ ίσως, υπό άλλες συνθήκες, θα αποτελούσε την αναγέννησή του. Σίγουρα όμως αποτελεί ιδανικό κύκνειο άσμα για ένα genre που πάντα έκλεινε το μάτι στη ψυχεδέλεια και το σκοτάδι που έκρυβαν οι 90s εφηβικές ψυχές.