H pop κουλτούρα και η κλασική μουσική ακολουθούν παράλληλους δρόμους που σπάνια τέμνονται εδώ και δεκαετίες. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Πολλές φορές, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, η τελευταία κάνει την εμφάνιση της με τον πιο ηχηρό τρόπο. Η Λάμψη του Kubrick δε θα ήταν ποτέ η ίδια χωρίς τη μουσική του Πολωνού συνθέτη, Krzysztof Penderecki. O Goldie, οι Lamb κι ο Colin Stetson των Godspeed You! Black Emperor δε θα είχαν βρει νέους συνθετικούς δρόμους αν δεν γνώριζαν το έργο του επίσης Πολωνού, Henryk Górecki (1933-2010).

Αν όμως οι καλλιτέχνες που αναφέρθηκαν μπήκαν στη διαδικασία να κάνουν remix στις συνθέσεις του τελευταίου, η μουσική έκπληξη της χρονιάς έρχεται από την ερμηνεία της Beth Gibbons στη Symphony of the Sorrowful Wings του Górecki. Αντί, δηλαδή, η κλασική μουσική να μπει στην pop κουλτούρα, η φωνή των Portishead βούτηξε στον κόσμο της συμφωνικής ορχήστρας με θαυμαστά αποτελέσματα.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά το ντεμπούτο των πρωτοπόρων του trip hop, η Βρετανίδα με την τόσο χαρακτηριστική φωνή επιλέχθηκε -και επέλεξε- να συμπράξει με την Polish National Radio Symphony Orchestra υπό τις οδηγίες του Krzysztof Penderecki που ανέβηκε στο πόντιουμ για να διευθύνει. H Beth Gibbons έδωσε τον καλύτερό της εαυτό ώστε να ανταποκριθεί στον απαιτητικό ρόλο· φρόντισε να εκπαιδεύσει τις φωνητικές της χορδές με κατάλληλο τρόπο έτσι ώστε να αγγίξουν το εύρος μίας σοπράνο ενώ παράλληλα έμαθε Πολωνικά.

Η Gibbons δεν είναι η μόνη καλλιτέχνιδα από τη pop μουσική που έκανε το μεγάλο βήμα. Το ενδιαφέρον project ξεκίνησε ως ιδέα το 2014, όταν o πολιτιστικός φορέας NInA της Πολωνίας κάλεσε εκείνη, τον Jonny Greenwood των Radiohead και τον Bryce Dessner των National να δουλέψουν πάνω στο έργο τριών σημαντικών συνθετών: του Henryk Górecki, του Krzysztof Penderecki και του Witold Lutosławski αντίστοιχα.

Η Symphony of the Sorrowful Wings (η αλλιώς Συμφωνία αρ.3) του Henryk Górecki αντανακλά τα πάθη της πατρίδας του κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου - όταν, δηλαδή, βρέθηκε στο στόχαστρο των ναζιστικών πυροβόλων. Την ένταση του έργου αποδίδει καταπληκτικά η Gibbons σε εποχές που, δυστυχώς, τα φαντάσματα που παρελθόντος δείχνουν να έχουν επανέλθει δριμύτερα. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει η σπουδαία τέχνη -pop και κλασική- για να μας υπενθυμίζει με τον πιο δυνατό τρόπο ότι το μίσος δεν οδηγεί, τελικά, πουθενά.