"Ο πατέρας μου πέθανε. Η μάχη του ήταν ευγενής, προσπάθησε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, ενώ έχανε την αυτονομία του", ανακοίνωσε το Σάββατο 6 Ιουλίου μέσω Facebook ο γιος του João Gilberto, João Marcelo. Ο João Gilberto υπήρξε ένας από τους θρύλους της μπόσα νόβα, για την ακρίβεια ο "πατέρας" του βραζιλιάνικου μουσικού είδους, όπως τον χαρακτηρίζουν. Ένας ευρηματικός συνθέτης και τραγουδοποιός του 20ου αιώνα, που έζησε την απόλυτη επιτυχία, αλλά και αποτυχία: Απεβίωσε στα 88 του χρόνια, μόνος στο Ρίο ντε Τζανέιρο, βουτηγμένος στα χρέη και την χρόνια κατάθλιψη.

Γεννήθηκε στο Ζουαζέιρο της Μπαΐα, γιος του Joviniano Domingos de Oliveira, ενός πλούσιου εμπόρου και της Martinha do Prado Pereira de Oliveira. Έζησε στη γενέτειρά του μέχρι το 1942. Έπειτα σπούδασε στο Αρακαζού του Σερζίπε και επέστρεψε στο Ζουαζέιρο το 1946. Στην ηλικία των 14 ετών, ο παππούς του τού αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και σχημάτισε το δικό του συγκρότημα, τους Enamorados Do Ritmo. Μετακόμισε στο Σαλβαδόρ το 1947. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης παραμονής του στην πόλη, παράτησε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική και σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα ως τραγουδιστής στο Rádio Sociedade da Bahia.

Ξεκίνησε τις πρώτες του ηχογραφήσεις το 1951, αναμιγνύοντας την κλασική μελωδία της σάμπα με τη μοντέρνα τζαζ, δημιουργώντας ένα νέο ρυθμό, τον οποίο αναδείκνυε με την κιθάρα του. Το 1955, όμως η ρήξη με τον πατέρα του, ο οποίος πίστευε ότι ο γιος του τα είχε χάσει, επειδή είχε παρατήσει τις σπουδές του και αδιαφορούσε για την εύρεση "κανονικής" δουλειάς, γιγαντώθηκε. Τον έκλεισε σε ψυχιατρική κλινική από την οποία αφέθηκε ελεύθερος μία εβδομάδα αργότερα.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά τον εγκλεισμό του κι ενώ βρισκόταν στο Ρίο ντε Τζανέιρο γνώρισε τον παραγωγό και συνθέτη Antônio Carlos Jobim, που εντυπωσιάστηκε από τον εντελώς παράδοξο και προσωπικό τρόπο με τον οποίον έπαιζε κιθάρα. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το τραγούδι "Bim Bom”, το οποίο θεωρείται το πρώτο μπόσα νόβα κομμάτι στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας.

Χάρη στη δική του μεσολάβηση, ο Giberto βρέθηκε στη δισκογραφική εταιρεία Odeon Records. Το ταλέντο του αποθεώθηκε και η φήμη του εκτοξεύτηκε. Από τα πιο χαρακτηριστικά του τραγούδια ήταν τα "Quiet Nights" και "The Girl from Ipanema", ενώ το άλμπουμ Chega de Saudade (1959) χαρακτηρίζεται σήμερα ως ο πρώτος δίσκος μπόσα νόβα.

Παρέμεινε ενεργός μουσικά μέχρι και την τρέχουσα δεκαετία, παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά του προβλήματα είχαν γιγαντωθεί και η κατάθλιψη είχε αρχίσει να "καταβροχθίζει" σταδιακά το μυαλό του.

Το 2000, κέρδισε το βραβείο του Καλύτερου Παγκόσμιου Μουσικού Άλμπουμ στα 42α Βραβεία Γκράμι για τη δουλειά του στο άλμπουμ João Voz E Violão. Το 2011 δέχτηκε έξωση και μήνυση από το διαμέρισμα στο οποίο έμενε στο Ρίο. Πέντε χρόνια μετά, κυκλοφόρησε τον τελευταίο του δίσκο, Getz/Gilberto '76, μία σύμπραξη με τον τζαζίστα Stanley Getz. Στις 17 Μαΐου 2017, έλαβε τιμητικό διδακτορικό στη μουσική από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, αλλά δεν παρέστη στην τελετή. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η κόρη του, Bebel Gilberto προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο των οικονομικών του, λόγω της φθίνουσας ψυχολογικής και νοητικής του κατάστασης, όπως η ίδια είχε ισχυριστεί. Η Bebel ήταν κόρη του Gilberto από τον δεύτερο γάμο του με την Miúcha, Βραζιλιάνα τραγουδίστρια και συνθέτις. Ετεροθαλή αδέρφια της, από τον πρώτο γάμο του πατέρα της με την Astrud, την τραγουδίστρια του περίφημου "The Girl from Ipanema", είναι οι Marcello Gilberto και Gregory Lasorsa, αλλά και η Luisa Carolina Gilberto από τη σχέση του Gilberto με τη δημοσιογράφο Claudia Faissol.

Τον αποχαιρετάμε με μία από τις πιο αισθαντικές live ερμηνείες της ώριμης μουσικής του περιόδου. Γερασμένος πια, μόνος με μία κιθάρα στο χέρι, συντροφιά με τη βελούδινη φωνή του και το πάντα χαμηλωμένο, σχεδόν άκεφο, βλέμμα του. Κάπως έτσι άλλωστε μας συστήθηκε. Κάπως έτσι μας άφησε.  


Φωτογραφίες © getty images