Η κινηματογραφική μεταφορά του δημοφιλούς βιντεοπαιχνιδιού Until Dawn έφτασε στις αίθουσες και έχει ενδιαφέρον να την εξετάσουμε τόσο ως προσαρμογή, όσο και ως αυτόνομο horror film.
Το παιχνίδι της Supermassive Games, που κυκλοφόρησε το 2015, είχε κερδίσει το κοινό με τη διαδραστική του φύση, τις δυνατότητες επιλογής και την τρομακτική του ατμόσφαιρα. Η ταινία, σε σκηνοθεσία David F. Sandberg, επιχειρεί να μεταφέρει αυτή την εμπειρία στη μεγάλη οθόνη, αλλά δεν τα καταφέρνει εξίσου καλά και χάνεται σε μια πλοκή, που δεν τηρεί ούτε καν τους δικούς της κανόνες, ενώ οι χαρακτήρες δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν "σάρκα και οστά".
Αποκλίνει από το παιχνίδι σημαντικά
Η ιστορία δεν ακολουθεί πιστά το παιχνίδι, παρά μόνο την κεντρική ιδέα: μια ομάδα νεαρών φίλων βρίσκεται αποκλεισμένη σε ένα θέρετρο και καλείται να αντιμετωπίσει υπερφυσικούς κινδύνους και τα δικά της λάθη. Ο Sandberg, γνωστός για τις επιτυχίες του σε ταινίες όπως το Lights Out και το Shazam!, προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση, με σκοτεινά πλάνα, απόκοσμους ήχους και jump scares. Ωστόσο, η συνταγή μοιάζει επαναλαμβανόμενη, καθώς η ταινία βασίζεται υπερβολικά σε γνωστά κλισέ του είδους, χωρίς να προσφέρει κάτι πραγματικά πρωτότυπο.
Οι φαν του παιχνιδιού ίσως εκτιμήσουν τις αναφορές στο αρχικό υλικό, όπως το απομονωμένο σκηνικό και την αίσθηση του "ποιος θα επιβιώσει". Όμως, η ταινία αποτυγχάνει να αναπαράγει την ατμόσφαιρα που έκανε το Until Dawn τόσο ξεχωριστό. Προσπαθώντας να κάνει κάτι που "φέρνει σε παιχνίδι" η ταινία προσφέρει έναν "παιχνιδίστικο" μηχανισμό νεκρανάστασης των πρωταγωνιστών, που λειτουργούν σαν να έχουν πεπερασμένο αριθμό "ζωών", ενώ προσπαθούν να βρουν τη λύση στο μυστήριο. Φυσικά, αυτό δεν έχει καμία σχέση με το αρχικό παιχνίδι και παρότι πλησιάζει στο να θυμίσει κάτι από το πρωτοποριακό The Cabin in the Woods (2011), η προσπάθεια κρίνεται ανεπαρκής.
Μέχρι το ξημέρωμα
Το καστ, με ηθοποιούς όπως η Ella Rubin, ο Michael Cimino και η Odessa A’zion, δίνει αξιοπρεπείς ερμηνείες, αλλά οι χαρακτήρες τους παραμένουν μονοδιάστατοι. Στο παιχνίδι, οι παίκτες είχαν την ευκαιρία να εξερευνήσουν τα κίνητρα και τις σχέσεις των ηρώων, κάτι που εδώ περιορίζεται σε κλισέ διαλόγους και νεανικά δράματα που δεν προσφέρουν βάθος. Ακόμα και οι πιο δραματικές στιγμές, όπως οι αποκαλύψεις ή οι θάνατοι, χάνουν τη δύναμή τους, καθώς η ταινία βιάζεται να προχωρήσει στην επόμενη σκηνή τρόμου αντί να επενδύσει όποια συναισθηματική σύνδεση.
Από τεχνικής πλευράς, η ταινία έχει τα δυνατά της σημεία. Η φωτογραφία αποτυπώνει με σχετική επιτυχία το απειλητικό τοπίο, ενώ το soundtrack ενισχύει -έστω και τεχνητά- την ατμόσφαιρα αγωνίας. Παράλληλα, τα ειδικά εφέ και τα πλάσματα που εμφανίζονται είναι καλοσχεδιασμένα (αν και δεν καταφέρνουν να γίνουν όσο τρομακτικά θα θέλαμε). Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία δεν αρκούν για να καλύψουν τα προβλήματα του σεναρίου, που συχνά μοιάζει ασύνδετο. Οι ανατροπές, που αποτελούσαν το δυνατό χαρτί του παιχνιδιού, εδώ είναι μάλλον προβλέψιμες και η συρραφή των διαφορετικών ιδεών αποσπά από την εμβύθιση στο μυστήριο.
Για όσους δεν έχουν παίξει το Until Dawn, η ταινία μπορεί να λειτουργήσει ως μια απλή, διασκεδαστική ταινία τρόμου, ιδανική για μια βραδιά χωρίς υψηλές προσδοκίες. Οι λάτρεις του παιχνιδιού, όμως, πιθανότατα θα απογοητευτούν από την απόκλιση σε σχέση με το αρχικό υλικό και την ατμόσφαιρα. Επιπλέον, η ταινία δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στις πολλές ταινίες τρόμου που κυκλοφορούν κάθε χρόνο, καθώς ακολουθεί γνωστά μονοπάτια χωρίς να προσθέτει κάτι φρέσκο στο είδος. Αν ψάχνετε για μια ελαφριά ταινία τρόμου ή είστε φαν του αρχικού υλικού, ίσως αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία.
Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.