Ο Κλιντ Ίστγουντ δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις. Είναι ένα από τα τελευταία αυθεντικά icons του αμερικανικού σινεμά — μαζί ίσως με τον Ντε Νίρο. Όμως, η πορεία του προς την κορυφή δεν ήταν τόσο "Χόλιγουντ" όσο φαντάζεσαι. Η φήμη του δεν ήρθε από την Αμερική, αλλά από την Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, από τις... σφαίρες του Σέρτζιο Λεόνε.
Στη δεκαετία του '60, ο Ίστγουντ έγινε το πρόσωπο της περίφημης Τριλογίας του Δολαρίου. Με διαφορετικά ονόματα σε κάθε ταινία — Joe, ο Ξένος, Monco, ο Blondie— και με βλέμμα που μίλαγε περισσότερο από δέκα σελίδες διαλόγου, έγινε σύμβολο ενός διαφορετικού western, πιο σκληρού, πιο βρώμικου, πιο στυλιζαρισμένου. Οι ταινίες αυτές άργησαν λίγο να φτάσουν στις ΗΠΑ, αλλά όταν ήρθαν, κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτόν τον τύπο με το πόντσο και το αμίλητο βλέμμα.
Πριν όμως γίνει κινηματογραφικός θρύλος, ο Ίστγουντ είχε περάσει από δουλειές που δε θυμίζουν καθόλου κόκκινα χαλιά: ξυλοκόπος, προπονητής κολύμβησης, εργάτης σε πισίνες, υπάλληλος σε βενζινάδικο. Μέσα από μία ακρόαση, μπήκε για λίγο στην Universal και έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1954, σε ένα b-movie με τέρατα: Revenge of the Creature. Ό,τι πρέπει για ξεκίνημα.
Η χειρότερη ταινία του Κλιντ Ίστγουντ
Υπάρχει όμως και μια ταινία στο παρελθόν του που μάλλον δεν αναφέρεται στα αφιερώματα. Το 1958, λίγο πριν αρχίσει να κάνει το Rawhide στην τηλεόραση, πήρε έναν ρόλο σε ένα low-budget western με τίτλο Ambush at Cimarron Pass. Δεν τη θυμάται κανείς — εκτός ίσως από τον ίδιο, που την έχει αποκαλέσει "μία από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών". Ναι, τόσο καλά.
Ο σκηνοθέτης της, Jodie Copelan, δεν έκανε ποτέ άλλη ταινία και η παραγωγή ήταν τόσο πρόχειρη, που ακόμα και ο Ίστγουντ ντρεπόταν που συμμετείχε. Την ταινία μπορείς να τη βρεις στο YouTube.
Ο Λεόνε δεν ανέδειξε απλώς έναν άγνωστο ηθοποιό. Δημιούργησε έναν κινηματογραφικό ήρωα. Όπως έκανε και με άλλους ξεχασμένους χαρακτήρες, όπως ο Λι Βαν Κλιφ, τους έδωσε νέα πνοή και τους μετέτρεψε σε σύμβολα. Αυτό κάνουν οι πραγματικοί οραματιστές: βλέπουν το αστέρι πριν καν αρχίσει να λάμπει.
Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.