Αέναα προβαλλόμενες σειρές, πολυπαιγμένα ριάλιτι, υπερπαραγωγή σεφ και τραγουδιστών μεγαλύτερη από όση μπορούμε να καταναλώσουμε. Το I Love Lucy  προσφέρεται ασπρόμαυρο ψηφιακά για προβολή μέσω smart TV. 

Ο δρόμος είναι αδιέξοδος ή υπάρχουν παράδρομοι; Ναι, εφόσον κάποιος αποφασίσει να βάλει το χέρι στην τσέπη, τότε μπορεί να περάσει στον 21ο αιώνα. 

Κλειστή ή ανοιχτή TV; 

Από τον Διομήδη Πιτουρά, διευθυντή περιεχομένου netwix.gr

Σχεδόν 15 χρόνια από τότε που το Lost έκανε πρώτη φορά cool το να βλέπεις σειρές, καθώς την ίδια εποχή κάθε σπίτι της χώρας έβαζε γρήγορο Ίντερνετ στη θέση του dial-up, πλέον τα κανάλια, η αγορά και οι δημιουργοί ξύνουν το πιγούνι τους με την ίδια σκέψη σε συννεφάκι πάνω από τον καθένα: "Ρε μπας και δεν έχει νόημα να βγάζουμε κάτι που έχουμε απαίτηση από τον άλλο να κάτσει μπροστά στην τηλεόρασή του κάποια συγκεκριμένη ώρα για να το δει;".

Φυσικά, στην πραγματικότητα πρόκειται ξανά για την one million-dollar question της ελληνικής τηλεόρασης: "Δε μας βλέπουν οι νέοι επειδή κάνουμε προγράμματα για ηλικιωμένους ή κάνουμε προγράμματα για ηλικιωμένους επειδή δε μας βλέπουν οι νέοι;".

Το πρόβλημα είναι πως, μέχρι να το απαντήσουν αυτό τα ελληνικά κανάλια, η μητέρα μου, που είναι ήδη στα προχωρημένα -ήντα της, απέκτησε τάμπλετ, έμαθε πώς να το χρησιμοποιεί και έχει πάθει την πλάκα της που μπορεί να βλέπει όποιο επεισόδιο της αγαπημένης της ελληνικής σαπουνόπερας θέλει, όποτε θέλει. Και μάλιστα στο web channel του ίδιου του καναλιού!

Μπέρδεμα. Και θα γίνει ακόμα χειρότερο όταν μάθει ότι έχει τη δυνατότητα, ένα tab παραδίπλα, να ανακαλύψει κάποια ακόμα πιο ιντριγκαδόρικη λάτιν σαπουνοπεράρα, να ξαναδεί σε κάποιο πειρατικό site την ταινία που της είχε κάνει εντύπωση στο σινεμά πριν από δεκαετίες ή απλά γλυκούλικα σκυλάκια στο YouTube... και όλα αυτά καθώς η εικόνα της να κοιτάζει στο τάμπλετ θα αντικατοπτρίζεται στη σβηστή μαύρη οθόνη της τηλεόρασής της.

Κι όμως, σβηστή ή όχι, η τηλεόραση παραμένει η μόνη που μπορεί να πληρώσει για να γίνουν όλα αυτά – και σ’ αυτή την παράδοξη καμπή της παραγωγής περιεχομένου ζούμε στο 2018. Μπορεί το Netflix να έχει 8 δισεκατομμύρια δολάρια μπάτζετ για παραγωγή περιεχομένου αυτή τη χρονιά (παραπάνω από το ΑΕΠ της Μολδαβίας, όπως μόλις γκούγκλαρα), αλλά το υβρίδιο του συνδρομητικού video content site –με έμφαση στο συνδρομητικό– είναι ένα μοντέλο που απέχει πολύ ακόμα από το να γίνει κανόνας.

Πρόσφατα είχα τη χαρά να φτιάξω στο Netwix την πιο ακριβή και φιλόδοξη παραγωγή στην ιστορία του ελληνικού Ίντερνετ, το Athens Dark. Το αποτέλεσμα μας έκανε όλους περήφανους, το κοινό το εκτίμησε και, καθώς τώρα γυρνάμε σε πιθανούς χορηγούς να βρούμε χρηματοδότηση για τη season 2, ακούμε σχεδόν σε κάθε συνάντηση το ίδιο: "Παιδιά, είναι φοβερό, αλλά... θα βγει και στην τηλεόραση;".

Άρα; Κλείσαμε την τηλεόραση, το γυρίσαμε στο streaming και το επόμενο βήμα θα είναι να ξεμείνουμε από καλό περιεχόμενο να δούμε online... ακριβώς επειδή κλείσαμε την τηλεόραση; Ακούγεται παράλογο, αλλά είναι μια πιθανότητα.

Η ελληνική τηλεόραση που θέλω

Από τον Ζήση Ρούμπο, σεναριογράφο, ηθοποιό

Θα ξεκινήσω με κάτι αισιόδοξο. Ζούμε τη χειρότερη περίοδο της ελληνικής τηλεόρασης. Αυτό ναι, είναι αισιόδοξο, γιατί μόνο αν φτάσεις πάτο, μπορείς να δώσεις ώθηση προς τα πάνω. Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80, έγινα μάρτυρας της γέννησης της ιδιωτικής τηλεόρασης και απόλαυσα αριστουργήματα κατά καιρούς. Αριστουργήματα όπου υπήρχε μεράκι, αγάπη και τέχνη. Και λεφτά, φυσικά. Ως ηθοποιός, έγινα γνωστός μέσα από το Κάψε το σενάριο το 2012, όταν πια η κρίση είχε ροκανίσει για τα καλά τις ελληνικές παραγωγές δίνοντας το χρυσό άλλοθι στους παραγωγούς να πουν "Δεν υπάρχουν λεφτά. Αν θέλεις τζάμπα, καλώς", δίνοντάς τους το άλλοθι να στρέψουν το βλέμμα σε πιο φτηνά προϊόντα, μικρό κόστος-μεγάλα νούμερα. Ένα ξεκίνημα μιας κατηφόρας που μας φτάνει στο σήμερα, όπου η μυθοπλασία στη μικρή οθόνη πάσχει γιατί οι καναλάρχες βλέπουν "τι πουλάει στα διπλανά κανάλια" και προσπαθούν να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό που πουλάει δεν είναι πάντα καλό. Οι πωλήσεις της κοκαΐνης σε παγκόσμιο επίπεδο το αποδεικνύουν περίτρανα. Από τη μεριά του σεναριογράφου τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζω την ίδια παράνοια παντού. Φτηνές ιδέες για εύπεπτη κατανάλωση και εκτέλεση. Οι ακριβές ιδέες θα πλαισιώνονται με τα ίδια ονόματα που δούλευαν και το ’93. Αυτό πουλάει, αυτό ξέρουμε.

Κι εγώ ακόμα περιμένω. Περιμένω να δω την τηλεόρασή μου να ανοίγει, γιατί την έχω κλείσει χρόνια τώρα. Περιμένω να δω σειρές δραματικές και κωμικές, να δω νέους δημιουργούς να δουλεύουν, περιμένω να δω τη χώρα μου να βγάζει κάτι προς το εξωτερικό, κάτι για το οποίο θα μπορώ να καυχηθώ και να πω "μπράβο". Περιμένω μέχρι να καταλάβουμε κι εδώ ότι το Ίντερνετ δεν είναι κάτι ευτελές, ότι εκεί είναι το μέλλον, να ξυπνήσουν και οι παραγωγοί και να επενδύσουν σ’ αυτό. Θέλω την τηλεόραση του 2018 και όχι του ’90. Και κάθε χρονιά απογοητεύομαι ξανά και περιμένω και ελπίζω. Και βλέπω νέα παιδιά να φεύγουν για το εξωτερικό και δεν μπορώ να τα κατηγορήσω. Και μέρα με τη μέρα βλέπω το ένα ριάλιτι να ξεπηδάει από τις στάχτες του προηγούμενου, βλέπω την ποιότητα να πέφτει, τα βουνά με τα σκουπίδια να μεγαλώνουν και ελπίζω.

Προσεύχομαι. Να είναι αυτός ο πάτος το τέλος της κατηφόρας, να πάμε προς τα πάνω, να αλλάξει λίγο η τηλεόραση προς το καλύτερο. Θα κλείσω με αισιοδοξία, όπως ξεκίνησα, με ένα μήνυμα προς όλους εκείνους που αποφασίζουν για τα τηλεοπτικά προϊόντα: Μάγκες, πατάμε γερά. Τα πόδια μας ακούμπησαν στο βυθό και πιο κάτω δεν έχει. Ψήνεστε να αρχίσουμε τις απλωτές για επιφάνεια ή θέλετε να πάρουμε φτυάρια να δούμε αν έχει παρακάτω;

Αναχρονιστική τηλεόραση;

Από τον Στέλιο Παπαθανασόπουλο, καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Είναι αναχρονιστική η ελληνική τηλεόραση; Εξαρτάται πώς την προσεγγίζει κανείς. Μια εύκολη απάντηση θα ήταν θετική, καθώς ένα μεγάλο μέρος του περιεχόμενού της αναφέρεται σε προηγούμενες δεκαετίες, ενώ το κοινό όλο και περισσότερο στρέφεται στο Διαδίκτυο. Παρά ταύτα, κι αυτό θα ήταν μια εσφαλμένη εικόνα, καθώς, εάν υποστηρίζαμε ότι η ελληνική τηλεόραση είναι αναχρονιστική, τότε θα την αδικούσαμε, αφού θα παραβλέπαμε ότι στις τελευταίες τρεις δεκαετίες η ελληνική τηλεόραση έχει προσφέρει στο κοινό ένα πλήθος προγραμμάτων, από ελληνικές κωμικές, δραματικές και καθημερινές κοινωνικές σειρές και ξένες παραγωγές υψηλού επιπέδου, άπειρες ώρες τηλεπαιχνιδιών, αθλητικές απευθείας μεταδόσεις αγώνων, ταινίες, κοινωνικές, φανταστικές, δράσης και περιπέτειας έως δακρύβρεχτες σαπουνόπερες, ριάλιτι, υπνωτιστές και μέντιουμ κ.ο.κ. Μέσα σε αυτά τα χρόνια η ελληνική τηλεόραση ξέφυγε οριστικά από το σύνδρομο της "κονσέρβας" και εισήλθε στο σύνδρομο της "απευθείας σύνδεσης", των "παραθύρων" και των ριάλιτι άσημων που γίνονται διάσημοι για λίγες μέρες και επωνύμων που επιζητούν να παραμείνουν επώνυμοι.

Στον τομέα της ενημέρωσης τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων συναγωνίστηκαν συχνά τις εκπομπές ελαφρών κοσμικών ειδήσεων και συντελεστές τους δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη λογική του εντυπωσιασμού και σαγηνεύτηκαν από την οφθαλμολαγνεία, την ευτέλεια και την κινδυνολογία. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι, παρά τις έντονες κριτικές, η ιδιωτική τηλεόραση επέφερε πολυμέρεια όσον αφορά την ενημέρωση του μέσου τηλεθεατή καθιστώντας την κρατική παρεμβατικότητα πράξη απαρχαιωμένη και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.

Στον τομέα της ψυχαγωγίας η ελληνική τηλεόραση δημιούργησε ένα συνονθύλευμα εκπομπών συντροφιάς για νοικοκυρές, ηλικιωμένους και άνεργους, σίριαλ ελληνικής παραγωγής ή μεταγλωττισμένα, ακριβού ή φτηνότερου κόστους, τα οποία μεταδίδονται τις απογευματινές ώρες και απευθύνονται σε θεατές χωρίς άλλες δυνατότητες ψυχαγωγίας.

Επιπλέον, ο τηλεοπτικός ανταγωνισμός, έντονος ή ανελέητος ή οτιδήποτε άλλο, μπορεί να επιδέχεται έντονη κριτική, πρόσφερε όμως πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Στον τομέα παραγωγής η ιδιωτική τηλεόραση επέφερε μια αξιοζήλευτη ανάπτυξη των ελληνικών παραγωγών. Βέβαια, η θεαματική αύξηση στην ποικιλία των κατηγοριών προγράμματος και στον όγκο παραγωγής της ελληνικής τηλεόρασης δε συμβάδισε με ανάλογη αύξηση στο επίπεδο των ιδεών.

Αυτή την τηλεόραση, παρά τις επικρίσεις, αρχίζουμε να τη λησμονούμε. Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών και η συνακόλουθη καθίζηση της διαφημιστικής δαπάνης είχαν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στο προσφερόμενο περιεχόμενό της. Οι παραγωγές μειώθηκαν στο ελάχιστο, η τηλεόραση εισήλθε στην περίοδο των επαναλήψεων, των ξένων, ιδίως αμερικανικών και τουρκικών σειρών, και των "ομιλούντων κεφαλών". Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τηλεόραση (ιδιωτική και κρατική) να γίνει "χαμηλού κόστους", χωρίς νέες προτάσεις και προφανώς το περιεχόμενό της ανταποκρίνεται όλο και λιγότερο στις ανάγκες της εποχής. Παραγωγές τύπου Survivor επιβεβαιώνουν, παρά τις οποιεσδήποτε κριτικές, ότι ο κόσμος "διψά" για νέο τηλεοπτικό περιεχόμενο, ακόμα κι αν το καταναλώνει στο λάπτοπ ή στο τάμπλετ.

Παρότι η τηλεόραση συνεχίζει να κυριαρχεί στις προτιμήσεις μας, κινδυνεύει να γίνει αναχρονιστική, γιατί πλέον κανείς δεν επενδύει στο περιεχόμενο, τη στιγμή που το περιεχόμενο ήταν και είναι ο "βασιλιάς" της τηλεόρασης και όχι μόνον.

Αλλού ξημερωμένοι

Από τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη

"H ελληνική τηλεόραση έχει δύο κακά: πρώτον, δεν είναι ελληνική και, δεύτερον, δεν είναι τηλεόραση". Αυτό το είχε γράψει σε στιγμές κεφιού σε ένα χρονογράφημά του πριν από πολλά χρόνια ο Φρέντυ Γερμανός, από τους πρωτεργάτες της ελληνικής τηλεόρασης εκείνη την πρώτη δεκαετία της ζωής της, όταν είχε την τύχη να ασχολούνται μαζί της άνθρωποι σαν τον Φρέντυ Γερμανό, τον Νίκο Μαστοράκη, τον Βασίλη Γεωργιάδη, τον Κώστα Πρετεντέρη, τον Γιάννη Δαλιανίδη κ.λπ.

Από το 1966 που ξεκίνησε επισήμως η τηλεόραση στην Ελλάδα έχουν περάσει 52 ολόκληρα χρόνια και, αν ήταν γυναίκα, η τηλεόρασή μας θα είχε περάσει ήδη την κλιμακτήριο. Μόνο που, για να περάσεις την κλιμακτήριο, πρέπει να έχει υπάρξει γόνιμη, και γι’ αυτό δύσκολα θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει την ελληνική τηλεόραση.

Όσο κι αν φανεί τρελό αυτό που θα πω, η καλύτερη εποχή της ελληνικής τηλεόρασης ήταν από το 1966 έως το 1981. Υπήρχαν μόνο δύο κρατικά κανάλια και, ενώ ήταν χρόνια δύσκολα, πολιτικά, με χούντες κ.λπ., στον ψυχαγωγικό τομέα η ελληνική τηλεόραση ήταν εξαιρετική. Τα καλύτερα ξένα προγράμματα και μερικά από τα καλύτερα ελληνικά που έχουν περάσει τα έβλεπαν οι τηλεθεατές σε σωστές δόσεις. Για ενημέρωση ας μη συζητήσουμε σοβαρά, ούτε για τότε ούτε για μετά ούτε για τώρα ούτε για ποτέ, απ’ ό,τι φαίνεται. Τουλάχιστον όσον αφορά την κρατική τηλεόραση, που, αντίθετα από άλλες κρατικές ξένες τηλεοράσεις, ποτέ δεν κατάφερε να δώσει τον τόνο του πράγματος.

Μετά το 1989 βέβαια μπήκε στη ζωή μας και η ιδιωτική τηλεόραση, και τότε έγινε το Κούγκι. Η εποχή του "νεοσκυλάδικου" που έμελλε να κατακλύσει όλη την Ελλάδα βρήκε στην ιδιωτική τηλεόραση –αλλά και στην κρατική, ας μη λέμε ψέματα– τον καλύτερο σύμμαχο, καθοδηγητή και διαφημιστή. Από το 1989 μέχρι σήμερα βλέπουμε τα ίδια πράγματα, με τους ίδιους ανθρώπους, κατά τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους αξίζουν. Για τους περισσότερους όμως είναι να απορείς για τη βλακεία αυτών που επιμένουν να τους χρησιμοποιούν ενώ αποδεδειγμένα δεν αξίζουν τον κόπο. Αλλά και αυτοί που αξίζουν δε θα έπρεπε να έχουν ήδη σοβαρούς αντιπάλους από τη νεότερη γενιά; Ποιος θα ψάξει να τους βρει; Με τι διάθεση και, κυρίως, με ποιο ταλέντο στο ψάξιμο;

Αυτή τη στιγμή διεθνώς η τηλεόραση μάχεται το Ίντερνετ και έχει εμφανίσει όλα τα μυστικά της όπλα. Σπουδαίες τηλεοπτικές σειρές με μεγάλα αστέρια και εξαιρετικούς συντελεστές, που είναι πιο εύκολο να γίνουν στην τηλεόραση παρά στο σινεμά λόγω του πιο χαμηλού κόστους, εκπομπές που τις χαίρεσαι, νέοι άνθρωποι δίπλα στους παλιούς, αλλά ακόμη και προσφορές του στυλ αποθήκευσης των σίριαλ, επιλογής της ώρας που σε βολεύει να τα δεις, ακόμη και επιλογή στο φινάλε μιας τηλεοπτικής σειράς κ.λπ. κ.λπ. Φυσικά όλα αυτά στην ουσία δεν είναι τίποτε, γιατί, ακόμη κι αν φτιάξεις μια ταινιοθήκη με 10.000 υπέροχες ταινίες, ποτέ δε θα καθίσεις να δεις έστω μία από αυτές. Όταν κάτι είναι αποθηκευμένο, δεν προηγείται στις επιλογές σου. Μόνο όταν κάτι παίζεται μια κι έξω στην τηλεόραση. Όμως όλα αυτά για τις ξένες τηλεοράσεις είναι ό,τι ήταν το σινεμασκόπ, το σινεράμα κ.λπ. στις αρχές του ’50, όταν το σινεμά προσπαθούσε να αμυνθεί απέναντι στην τηλεόραση. Φυσικά, η ελληνική τηλεόραση, που ζει πάντα στο δικό της ρυθμό, εδώ και τρία χρόνια προσπαθεί να πάρει άδειες, γιατί τόσα χρόνια έπαιζε χωρίς άδειες. Οπότε, γι’ αυτήν όλα αυτά που λέμε είναι τόσο μακρινά όσο ο παγωμένος Πλούτωνας. Τα θαυμάζεις από μακριά, "αλλά δεν είναι για την Ελλάδα"...

Η ελληνική τηλεόραση δυστυχώς είναι ελληνική, αντίθετα με το χαριτολόγημα του Φρέντυ Γερμανού. Είναι ελληνική γιατί έχει όλα τα ελαττώματά μας, χωρίς να έχει και τα προτερήματα. Είναι μια πλήρης τηλεόραση, έχει ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί οποιαδήποτε ώρα της μέρας, με τη διαφορά ότι δεν έχει κέφι, της λείπει το καλό γούστο –αλλά και το κακό γούστο τής λείπει–, της λείπει η φαντασία, η γνώση και βέβαια είναι αλλού ξημερωμένη. Όταν οι άνθρωποι φτάνουν στο φεγγάρι, δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις με τον αραμπά, γιατί και ως στυλ δεν περνάει πια. Και μην ακούτε που λένε "η τηλεόραση είναι ακριβό σπορ, τι να κάνουμε". Η φαντασία, το μεράκι κι η γνώση δίνουν λύσεις πάντα σε εμφανιζόμενα ως άλυτα προβλήματα και εν πάση περιπτώσει τα Φιλαράκια παίζονταν 10 χρόνια με έξι ηθοποιούς, δύο σκηνικά και τρικάμερο, ενώ στην Ελλάδα ακόμη και οι κωμωδίες έχουν φτάσει να στοιχίζουν πανάκριβα χωρίς λόγο. Για να δούμε τι θα γίνει όταν με το καλό δοθούν αυτές οι ρημάδες οι άδειες και κατά πόσον οι καινούριοι καναλάρχες αλλά και η κρατική τηλεόραση θα αποφασίσουν να μεταφερθούν ή όχι στο 2018.

Τι κάνει τις ξένες σειρές τόσο εθιστικές;

Από την Εύη Χουρσανίδη, account manager Pitch PR - Netflix Greece

Νέες τηλεοπτικές συνήθειες (π.χ. παρακολούθηση σειρών στα μέσα μαζικής μεταφοράς), νέα ορολογία (όπως "μαραθώνιος σειράς", το λεγόμενο "binge-watching"), νέες τάσεις στα είδη περιεχομένου που καταναλώνουμε, ενίοτε βουλιμικά, μέσα από τις οθόνες μας – και τις τέσσερις: τηλεόραση, κινητό, τάμπλετ, υπολογιστή. Η τηλεόραση του σήμερα (και του αύριο) δε δεσμεύεται από ωράριο, αφήνει το θεατή να ορίσει το δικό του prime time –ακόμα και μακριά από το σαλόνι του–, προσφέρει πλειάδα τίτλων από δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο, λειτουργεί σαν "οικιακό βιντεοκλάμπ" με μεγάλο κατάλογο ταινιών που ολοένα εμπλουτίζεται και εκπαιδεύει το κοινό να δοκιμάζει διαφορετικά είδη περιεχομένου (π.χ. κωμωδίες stand-up ή δικαστικά ντοκιμαντέρ), στα οποία ενδεχομένως δεν είχε εκτεθεί ποτέ μέχρι τώρα. Σε τι οφείλονται όλες αυτές οι συμπεριφορές, διαπιστώσεις και τάσεις; Σχεδόν αποκλειστικά στο Netflix, τη διαδικτυακή πλατφόρμα των 125 εκατομμυρίων συνδρομητών παγκοσμίως, η οποία από το Δεκέμβρη του 2017 μιλά πλέον και ελληνικά.

Το τι κάνει την πλατφόρμα ελκυστική είναι μάλλον προφανές – σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος συνδρομής, με το πιο οικονομικό πακέτο να αντιστοιχεί στο αντίτιμο ενός εισιτηρίου σινεμά. Αυτό που ίσως δεν είναι αυτονόητο είναι τι την κάνει τόσο εθιστική. Η απλή ερμηνεία είναι τεχνικής φύσεως: πέραν του ότι οι σεζόν γίνονται ολόκληρες διαθέσιμες σε μία μέρα, το κουμπί "επόμενο επεισόδιο" ενεργοποιείται αυτόματα στην πλατφόρμα, άρα το Netflix ακόμα και "κατασκευαστικά", θα λέγαμε, ενθαρρύνει ούτως ή άλλως το binge-watching. Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται στη συνέχεια δεν είναι... αποχαύνωση, αλλά φαινόμενα λατρείας. Οι χρήστες δεν "κολλάνε" απλά στις οθόνες τους, αντίθετα, αναπτύσσουν έντονους συναισθηματικούς δεσμούς με τους ήρωες που ανακαλύπτουν στο σύμπαν του streaming (ομολογουμένως δε συναντάμε συχνά τηλεοπτικούς χαρακτήρες όπως εκείνος της Eleven στο Stranger Things), βρίσκουν συναρπαστικό το να ανακαλύπτουν τις αληθινές ιστορίες πίσω από υπαρκτά πρόσωπα (όπως η Βασίλισσα της Αγγλίας στο The Crown ή ο Pablo Escobar στο Narcos) και παθιάζονται με τα γεμάτα σασπένς σενάρια (Dark, 13 Reasons Why), με αποτέλεσμα να δικαιολογούν επανειλημμένα στον εαυτό τους "άλλο ένα επεισόδιο". Δεδομένου μάλιστα ότι εξαρτάται από τον ίδιο το χρήστη το πόσο γρήγορα θα ολοκληρώσει την παρακολούθηση μιας σεζόν, μεταξύ των θεατών αναπτύσσεται –κυρίως μέσω των social media– μια άτυπη "κόντρα" που προκαλεί σ’ εκείνον που έχει μείνει πίσω σε επεισόδια το συναίσθημα ότι υστερεί σε pop culture αναφορές με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πάρει μέρος στις online διαμάχες ή να κατανοήσει τα χιλιάδες Internet jokes που πλαισιώνουν την σήμερον ημέρα οτιδήποτε θεωρείται "trending topic".

Όσο για το τι έρχεται στο άμεσο μέλλον; Σύμφωνα με τις τελευταίες επίσημες ανακοινώσεις του Netflix στην εκδήλωση για τα media, See What’s Next, που πραγματοποιήθηκε στις 18 Απριλίου στη Ρώμη, το επιθυμητό επόμενο βήμα είναι η κατάργηση των συνόρων. Η πλατφόρμα φιλοδοξεί να αποτελέσει κεντρικό άξονα διανομής μέσα από τον οποίο καθιερωμένοι και νέοι δημιουργοί θα μπορούν να παρουσιάσουν το καλλιτεχνικό τους όραμα σε κάθε άκρη της Γης. Αν η τελευταία σειρά με την οποία κολλήσατε ήταν το γερμανικό Dark, μην ξαφνιαστείτε αν σύντομα βρεθείτε εθισμένοι σε ένα δανέζικο θρίλερ, μια ιταλική κωμωδία, ένα ισπανικό αστυνομικό δράμα, ένα γαλλικό ντοκιμαντέρ, ένα ιαπωνικό ριάλιτι, ένα κορεατικό τηλεπαιχνίδι και –γιατί όχι;– την πρώτη πρωτότυπη ελληνική σειρά του Netflix.

Δεν ήταν μια σειρά, ήταν η σειρά

Από τη Χριστίνα Φαραζή

Δεκαεννέα χρόνια πριν στο συρτάρι του HBO βρέθηκε ένας πιλότος μιας σειράς που κανένας –από το δημιουργό της David Chase μέχρι τον πρωταγωνιστή James Gandolfini και τα υπόλοιπα μέλη του καστ– δεν πίστευε ποτέ ότι θα κατάφερνε να βρει το δρόμο της στη μικρή οθόνη. Σήμερα άπαντες αποτίουν φόρο τιμής στο Sopranos, την ίσως πιο αριστουργηματική σειρά όλων των εποχών. Εκείνη που άλλαξε άρδην το τοπίο της τηλεόρασης και έγινε η σημαία της ποπ κουλτούρας της εποχής. Τη μητέρα όλων των σειρών, που αποτέλεσε την αρχή και την αφορμή για τη δημιουργία τηλεοπτικών διαμαντιών (The Wire, Mad Men, Breaking Bad) στα χρόνια που ακολούθησαν και λίγο έλειψε να βρεθεί ακόμη και στο Λευκό Οίκο. "Το να μου κάνει διάλεξη ο πρόεδρος [George Bush] για την έννοια της δημοσιονομικής ευθύνης είναι σαν να μου κάνει μάθημα ο Tony Soprano για το νόμο και την τάξη σ’ αυτή τη χώρα" είχε αναφέρει ο John F. Kerry, υποψήφιος των Δημοκρατικών στις αμερικανικές εκλογές του 2014.

Με το Sopranos o Chase κατέρριψε μύθους, έσπασε τις νόρμες του τηλεοπτικού σεναρίου και έδειξε σε όλο τον κόσμο ότι η τηλεόραση μπορεί να υποστηρίξει μια τρομερά φιλόδοξη αφήγηση, βαθιά ανθρώπινη, γήινη και ειλικρινής. Δημιούργησε ένα αυθεντικό γκανγκστερικό δράμα με τηλεοπτικό περιτύλιγμα, ένα άγριο μείγμα αιματοχυσίας και οξυδερκούς χιούμορ, που άνετα κοντράρει κινηματογραφικά έπη του είδους (Νονός, Τα καλά παιδιά), και έπλασε έναν αθάνατο Αμερικανό ήρωα-αντιήρωα, τον Tony Soprano μέσα από την ερμηνεία του αείμνηστου James Gandolfini (θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές υποκριτικής σε όλο τον πλανήτη). Έναν αρχιμαφιόζο σε κρίση μέσης ηλικίας, τσακισμένο, ενοχικό, αιμοβόρο, που πηγαίνει σε ψυχολόγο και, ενώ κουμαντάρει όλο τον υπόκοσμο του Νιου Τζέρσεϊ, δεν μπορεί να κάνει καλά τις γυναίκες της ζωής του: μητέρα, αδελφή και σύζυγο. Ηγείται μιας συμμορίας μαφιόζων, επίσης κατεστραμμένων συζύγων και πατεράδων, που προσπαθούν να συμφιλιωθούν με το σκοτεινό παρελθόν τους και τα καλά κρυμμένα, φονικά μυστικά τους. "Κάποτε ο David Chase μου είπε ότι έγραψε μια ιστορία για ανθρώπους που λένε ψέματα στον εαυτό τους, όπως κι εμείς, σε καθημερινή βάση. Ψέματα που προκαλούν χάος" είχε δηλώσει ο Gandolfini. Και τι εμπνευσμένο, τι υπέροχο, τι εφιαλτικό χάος ήταν αυτό σεναριακά, σκηνοθετικά, φωτογραφικά, μουσικά, υποκριτικά! Χάος που δεν εκτονώθηκε ποτέ, ούτε στο μεγάλο φινάλε της έκτης και τελευταίας σεζόν του Sopranos ούτε δευτερόλεπτα πριν από το σφύριγμα της λήξης, με την αίσθηση κινδύνου, ανασφάλειας και αγωνίας για την τύχη των ηρώων να δηλώνει ευθαρσώς παρούσα στο τελευταίο επεισόδιο, γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι, με το jukebox να παίζει το Don’t Stop Believin’ των Journey. Tony, δε θα σταματήσουμε ποτέ να πιστεύουμε στην τηλεόραση που μιλάει στην ψυχή.

Πρόσφατα επιβεβαιώθηκε ότι το Sopranos θα επιστρέψει με prequel ταινία δια χειρός του ίδιου του δημιουργού του, David Chase.