Το γεγονός είναι ότι ο Τζορτζ Μπάλντοκ πέθανε. Πληροφορία είναι ότι πέθανε στην πισίνα του σπιτιού του, με αιτία θανάτου τον πνιγμό σύμφωνα με την νεκροτομή. Υπάρχει -εύλογα- μεγάλο ενδιαφέρον και για τις αντιδράσεις από τον θάνατο αυτού του υπέροχου τύπου, που αγαπούσε την Ελλάδα και έφτασε να γίνει παίκτης της Εθνικής Ομάδας. 

Είναι λογικό και ανθρώπινο να ενδιαφερόμαστε ακόμα περισσότερο για τον Μπάλντοκ γιατί τον θεωρούσαμε δικό μας άνθρωπο. Η ζωή αποδεικνύει ότι αυτούς που αγαπάμε τους κλαίμε περισσότερο και ο θάνατός τους μας σοκάρει και μας θλίβει περισσότερο. Ένας από τους λόγους είναι ότι η απώλεια προσφιλών προσώπων μας βάζει ασυνείδητα στη θέση του δικού μας θανάτου, όπως αναφέρει σχετικά η γαλλίδα συγγραφέας Φρανσουά Νταστούρ σε ένα δοκίμιό της για τον θάνατο. 

Για αυτό και είναι δικαιολογημένο για τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να έχουν δώσει τόσο μεγάλη έκταση σε κάθε τι που σχετίζεται με τον τραγικό θάνατο του 31χρονου παίκτη. Είμαστε και λάος που μας αρέσει η υπερβολή και το κουτσομπολιό. 

Όλα αυτά είναι κατανοητά. Αυτό που είναι ακατανόητο είναι να αρμέγεις ένα τραγικό γεγονός για να πετύχεις τηλεθέαση απευθυνόμενος στα χειρότερα των ενστίκτων: της ανούσιας κλειδαρότρυπας και τον φθόνο του πλούτου -των άλλων προφανώς. 

Μας ενδιαφέρει πόσο μεγάλο ή μικρό είναι το σπίτι που άφησε την τελευταία του πνοή; Αν ήταν βαθειά ή ρηχή η πισίνα του; Ο παρουσιάστης επαναλάμβανε ότι πρόκειται για πανάκριβο σπίτι και έδειχνε σε γράφημα τα τετραγωνικά και την διαρρύθμιση. 

Λες και θα αλλάξει κάτι από την θλίψη όσων τον εκτιμούσαν ή/και τον συμπαθούσαν ή/και τον αγαπούσαν. Θα τον κλάψουν λιγότερο ή περισσότερο αν έμενε σε ακριβό σπίτι; Και συνεχίζει ακάθεκτος αναφέροντας πόσο κάνει το τετραγωνικό σε αυτήν την περιοχή και πόσο ενοίκιο έδινε. 

Aυτός ο παρουσιαστής μετέτρεψε σε ρεπορτάζ για real estate τον θάνατο ενός ανθρώπου. Ο ορισμός της έλλειψης ενσυναίσθησης και της αμετροέπειας. Και τώρα στα social media τον λούζουν με αρνητικά σχόλια.

Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.