Ο John M. Martinis, ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς της εποχής μας, βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας όταν βραβεύτηκε με το Νόμπελ Φυσικής 2025. Η συμβολή του θεωρείται θεμελιώδης για τη μετάβαση της κβαντικής θεωρίας από το θεωρητικό πεδίο σε λειτουργικά συστήματα, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών.
Η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών τίμησε τους John Clarke, Michel Devoret και John M. Martinis για την πειραματική απόδειξη της μακροσκοπικής κβαντομηχανικής σήραγγας και της κβάντωσης ενέργειας σε ηλεκτρικό κύκλωμα. Σε ένα σύστημα μικρού μεγέθους, απέδειξαν φαινόμενα που έως τότε θεωρούνταν ότι περιορίζονται αποκλειστικά σε μικροσκοπικές κλίμακες. Η δουλειά τους αποτέλεσε την επιστημονική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η σύγχρονη υπεραγώγιμη κβαντική υπολογιστική.
John M. Martinis: Ποιος είναι ο ελληνοαμερικανός επιστήμονας που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ο Martinis έκανε το διδακτορικό του στο Μπέρκλεϊ, όπου μελέτησε την κβαντική συμπεριφορά στη διαφορά φάσης επαφών Josephson υπό την καθοδήγηση του John Clarke, με τον οποίο αργότερα μοιράστηκε το Νόμπελ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνεργάστηκε και με τον μεταδιδακτορικό ερευνητή Michel Devoret. Το 1985, οι τρεις τους παρουσίασαν ανάλυση παλμών μικροκυμάτων που κατέδειξε την κβαντική φύση των επαφών Josephson, καθιερώνοντάς τους ως πρωτοπόρους της υπεραγώγιμης κβαντικής τεχνολογίας.
Μετά το διδακτορικό, ο Martinis συνέχισε τη μεταδιδακτορική του έρευνα στη Γαλλία και έπειτα εργάστηκε στο NIST στο Boulder των ΗΠΑ, εστιάζοντας στους SQUIDs και σε τεχνικές υπεραγώγιμης ανίχνευσης ακτίνων Χ. Το 2004 εντάχθηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα, όπου ανέπτυξε πρωτοποριακές πειραματικές μεθόδους.
Το 2014, το Google Quantum AI Lab συνεργάστηκε μαζί του σε ένα φιλόδοξο σχέδιο ανάπτυξης κβαντικού υπολογιστή βασισμένου σε υπεραγώγιμα qubits. Πέντε χρόνια αργότερα, η ομάδα του δημοσίευσε στο Nature τα αποτελέσματα του πειράματος που έδειξαν για πρώτη φορά την επίτευξη "κβαντικής υπεροχής" με επεξεργαστή 53 qubits. Το 2020, αποχώρησε από τη Google και μετακινήθηκε στην Αυστραλία, εντασσόμενος στη Silicon Quantum Computing.
Το 2022 ίδρυσε τη Qolab, βασισμένος στην πεποίθηση ότι η τεχνογνωσία της βιομηχανίας ημιαγωγών είναι το κλειδί για τη δημιουργία πρακτικών κβαντικών υπολογιστών μεγάλης κλίμακας. Από το 2025, είναι CTO της εταιρείας.
Πριν από το Νόμπελ, είχε ήδη αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις: το 2014 μοιράστηκε το Fritz London Memorial Prize, ενώ το 2021 έλαβε το John Stewart Bell Prize για την προσφορά του στην κβαντική πληροφορία. Σήμερα, συνεχίζει ενεργά την έρευνα, καθοδηγώντας τη μετάβαση της κβαντικής τεχνολογίας προς εφαρμογές που μέχρι πρόσφατα φάνταζαν απρόσιτες.
Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.