Θα έπρεπε να είμαι ενθουσιασμένος καθώς παρακολουθούσα ένα ιστορικό γεγονός να ξεδιπλώνεται στη Σιγκαπούρη. Η σύνοδος κορυφής των Donald Trump και Kim Jong Un έφερε ελπίδα ότι η τελευταία άσχημη σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου θα μπορέσει να λάβει τέλος, ανακουφίζοντας από την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου στην Ασία και από το να εξαπλωθεί ενδεχομένως η σκληρή Βορειοκορεατική δικτατορία στον κόσμο.

Για μένα, το ζήτημα είναι πιο προσωπικό. Έζησα στη Νότια Κορέα για πολλά χρόνια στη δεκαετία του 1990 και θα είμαι για πάντα συνδεδεμένος με τη χερσόνησο με δεσμούς οικογένειας και φίλων. Η Σεούλ, το έμβλημα της ευημερίας κοντά στην Αποστρατιωτικοποιημένη Ζώνη, είναι κάτι σαν δεύτερη πατρίδα μου.

Αλλά είναι δύσκολο να είσαι αισιόδοξος. Μετά από περισσότερες από δύο δεκαετίες κατά τις οποίες παρακολουθώ τις κορεατικές υποθέσεις, υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι έχουμε βρεθεί σε αυτό το σημείο και άλλες φορές στο παρελθόν. Το καθεστώς της Πιονγκιάνγκ έχει σπάσει τις υποσχέσεις του για τον τερματισμό του πυρηνικού του προγράμματος. Η Ουάσιγκτον έχει κάνει κι εκείνη λάθη από μέρους της. Και ενώ η συνάντηση Trump-Kim ήταν η πρώτη για ηγέτες των ΗΠΑ και της Βόρειας Κορέας, δεν ήταν η πρώτη επαφή υψηλού επιπέδου: Η υπουργός Εξωτερικών, Madeleine Albright, επισκέφθηκε την Πιονγκιάνγκ για συνομιλίες με τον πατέρα του Kim, Kim Jong Il, το 2000. Υπήρχαν και τότε αυξημένες προσδοκίες.

Η συνέχεια στο Capital.gr.