Ο Alphonse Capone γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1899 από ιταλούς μετανάστες. Αποβλήθηκε από το σχολείο στα 14 του χρόνια, εντάχθηκε σε μία συμμορία και κέρδισε το παρατσούκλι Scarface αφού τον έκοψαν στο μάγουλο κατά τη διάρκεια ενός καυγά. Μέχρι το 1920, ο Al Capone είχε μετακομίσει στο Σικάγο, όπου σύντομα βοηθούσε τον αρχιεγκληματία Johnny Torrio να διευθύνει τις παράνομες επιχειρήσεις του. To 1925, ανέλαβε την ηγεσία της οργάνωσης, η οποία συνέπεσε με την ποτοαπαγόρευση, ενώ σαν σήμερα στις 17 Οκτωβρίου 1931, καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκιση, ύστερα από επισταμένη έρευνα του ομοσπονδιακού πράκτορα και άσπονδου εχθρού του, Eliot Ness.

Φυσικά δεν εξέτισε όλη του την ποινή. O Capone που έγινε ο βασιλιάς του εγκλήματος στο Σικάγο εξοντώνοντας τους ανταγωνιστές του με μια σειρά από μάχες συμμοριών και δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένης της διαβόητης σφαγής του Αγίου Βαλεντίνου το 1929, έδειξε καλή διαγωγή ή σε απλή μετάφραση χειραγωγούσε όλο το σύστημα. Ποιος ήταν όμως ο Βασιλιάς του Εγκλήματος για τον οποίο έγιναν εκατοντάδες ταινίες μετά το θάνατό του; Παρακάτω διαβάζεις 8 πράγματα που πρέπει να γνωρίζεις για τον Al Capone. 

Από παιδί στα βάσανα

Γεννημένος στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, ο Alphonse Capone ήταν το τέταρτο από τα εννέα παιδιά της οικογένειάς του. Οι γονείς του, ο κουρέας Gabriele και η Teresa Capone, ήταν μετανάστες από το Άνγκρι της Ιταλίας. Ο μικρός Al ανήκε σε μια συμμορία του δρόμου όταν ήταν παιδί -εγκατέλειψε το σχολείο στην έκτη τάξη- ενώ αργότερα εντάχθηκε στη συμμορία Five Points στο Μανχάταν και πολύ πριν στρατολογηθεί από τον Johnny Torrio, εργάστηκε ως πορτιέρης/μπάρμαν στο Harvard Inn, ένα μπαρ του μαφιόζου Frankie Yale στο Κόνι Άιλαντ.

Μισούσε το διάσημο παρατσούκλι του

Το 1917, το πρόσωπο του Capone κόπηκε κατά τη διάρκεια ενός καβγά στο Harvard Inn, αφού προσέβαλε μια γυναίκα θαμώνα και ο αδελφός της ανταπέδωσε, αφήνοντάς του τρεις μόνιμες ουλές. Ο Capone προσπαθούσε να προστατεύσει τη σημαδεμένη πλευρά του προσώπου του στις φωτογραφίες, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για πληγές από τον πόλεμο, αν και ποτέ δεν υπηρέτησε στο στρατό. Αφού έγινε γνωστός ως γκάνγκστερ, ο Capone ονομάστηκε Scarface (σημαδεμένος) από τον Τύπο, ένα παρατσούκλι που δεν του άρεσε καθόλου. Οι συνεργάτες του τον αποκαλούσαν ως Big Fellow, ενώ οι φίλοι του τον γνώριζαν ως Snorky, μία λέξη που στην αργκό σήμαινε κομψός.

Ετήσιο εισόδημα 100 εκατομμυρίων δολαρίων

Αφού έφτασε στο Σικάγο, ο Capone εργάστηκε για τον Torrio, ο οποίος συνεργαζόταν με ένα εγκληματικό δίκτυο με επικεφαλής τον Big Jim Colosimo. Όταν ο Colosimo δολοφονήθηκε, ο Torrio ανέλαβε ως αφεντικό και έκανε τον Capone έναν από τους βασικούς βοηθούς του. Τον Ιανουάριο του 1925, ο Torrio δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στο Ιλινόις. Επέζησε από την επίθεση, αλλά εγκατέλειψε το Σικάγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, επιλέγοντας τον 26χρονο Capone ως αντικαταστάτη του. Τότε έγινε ένας από τους κορυφαίους μαφιόζους της Αμερικής.

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η εγκληματική οργάνωσή του εισέπραττε περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από το λαθρεμπόριο, τον τζόγο, την πορνεία, τους εκβιασμούς και άλλες παράνομες δραστηριότητες. Ισχυριζόταν ότι προσέφερε "δημόσιο κοινωνικό έργο" για τους κατοίκους του Σικάγο, δηλώνοντας: "Το 90% των κατοίκων της κομητείας Κουκ πίνουν και τζογάρουν και το δικό μου αδίκημα ήταν να τους προμηθεύω με αυτές τις διασκεδάσεις".

Η σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου στα ψιλά γράμματα

Το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου 1929, επτά άνδρες που ανήκαν στη συμμορία του George "Bugs" Moran σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς μέσα σε ένα γκαράζ στη γειτονιά Lincoln Park του Σικάγο. Η ομάδα των επιτιθέμενων αποτελούνταν από τουλάχιστον τέσσερις άνδρες, δύο εκ των οποίων ήταν ντυμένοι αστυνομικοί. Το έγκλημα έγινε γνωστό ως η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου και συγκλόνισε το έθνος. Οι αρχές ερεύνησαν διάφορες θεωρίες και υπόπτους χωρίς αποτέλεσμα. Υπήρξαν τελικά άφθονες δημόσιες εικασίες ότι ο Capone, αντίπαλος του Moran, είχε οργανώσει τις δολοφονίες, ωστόσο δεν του απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες για την υπόθεση, η οποία έμεινε ανεξιχνίαστη.

Ο ρόλος του Eliot Ness στην πτώση του Capone 

Το best seller του ομοσπονδιακού πράκτορα Ness, The Untouchables, από το οποίο αργότερα προέκυψε μια τηλεοπτική σειρά και μια ταινία, έκανε γνωστό το ρόλο που έπαιξε ο Eliot Ness στην πτώση του Capone. Ως πράκτορας της ποτοαπαγόρευσης, ο Ness και μια μικρή ομάδα ανδρών έκαναν επιδρομές σε παράνομες ζυθοποιίες και άλλα μέρη που συνδέονταν με τις επιχειρήσεις λαθρεμπορίου του Capone γύρω από το Σικάγο. Επειδή οι πράκτορες υποτίθεται ότι αρνούνταν να δεχτούν δωροδοκίες, ο Τύπος τους ονόμασε "Untouchables". 

Παρόλο που το έργο του Ness βοήθησε στην παραπομπή του Capone για παραβάσεις της ποτοαπαγόρευσης, η κυβέρνηση επικεντρώθηκε στη δίωξη του μαφιόζου για φοροδιαφυγή και η καταδίκη του το 1931 για αυτές τις κατηγορίες ήταν και αυτή που τον έστειλε στη φυλακή. Ο Ness διετέλεσε στη συνέχεια διευθυντής δημόσιας ασφάλειας του Κλίβελαντ και υπέβαλε ανεπιτυχή υποψηφιότητα για δήμαρχος το 1947. Στη συνέχεια, η πορεία του αμαυρώθηκε από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και πέθανε στο σπίτι του στο Coudersport της Πενσυλβάνια το 1957, τη χρονιά που εκδόθηκε το The Untouchables.

Ο Capone καταδικάστηκε για φορολογική απάτη αλλά όχι για φόνο

Παρόλο που ήλεγχε μια εγκληματική αυτοκρατορία και διέταζε χτυπήματα σε πλήθος εχθρών του, ο Capone κατάφερε να αποφύγει τη δίωξη για χρόνια, πληρώνοντας την αστυνομία και τους δημόσιους λειτουργούς και απειλώντας μάρτυρες. Το αφεντικό της μαφίας τελικά καταδικάστηκε για πρώτη φορά για ποινικό αδίκημα τον Μάιο του 1929, όταν συνελήφθη για οπλοφορία στη Φιλαδέλφεια και καταδικάστηκε γρήγορα σε ένα χρόνο φυλάκιση. Απελευθερώθηκε τον Μάρτιο του 1930 και ένα μήνα αργότερα η Επιτροπή Εγκλήματος του Σικάγο δημοσίευσε τον πρώτο της κατάλογο με τους χειρότερους εγκληματίες της πόλης. O Capone ονομάστηκε Δημόσιος Εχθρός Νο 1.

Εν τω μεταξύ, με εντολή του προέδρου Herbert Hoover να συλλάβει τον Capone, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έφτιαξε μια υπόθεση εναντίον του για απάτη στη φορολογία εισοδήματος και τον Ιούνιο του 1931 του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φοροδιαφυγή. Ο Capone συμφώνησε σε προτεινόμενη ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών, αλλά ο δικαστής δεν προχώρησε τη συμφωνία. Τότε ο Capone απέσυρε την ομολογία ενοχής του και η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη. Κατά την έναρξη της διαδικασίας που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, ο δικαστής άλλαξε τους υποψήφιους ενόρκους αφού έμαθε ότι είχαν προσφερθεί δωροδοκίες σε μια προσπάθεια να τοποθετηθούν ένορκοι φιλικοί προς τον Capone.

Τον Οκτώβριο του 1931, οι ένορκοι έκριναν τον γκάνγκστερ ένοχο για πέντε από τις περισσότερες από 20 κατηγορίες που τον βάραιναν. Καταδικάστηκε σε 11 χρόνια πίσω από τα κάγκελα και του επιβλήθηκε πρόστιμο 50.000 δολαρίων. Αυτή ήταν και η αυστηρότερη ποινή που είχε επιβληθεί για φορολογική απάτη μέχρι τότε.

Ήταν από τους πρώτους ομοσπονδιακούς κρατούμενους στο Alcatraz

Τον Μάιο του 1932, ο 33χρονος Capone ξεκίνησε να εκτίει την ποινή του για φοροδιαφυγή στην Ατλάντα. Δύο χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1934, ο ίδιος και μια ομάδα συγκρατουμένων του στάλθηκαν με τρένο στην Καλιφόρνια και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο πρόσφατα εγκαινιασμένο ομοσπονδιακό σωφρονιστικό ίδρυμα στο νησί Alcatraz στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Η φυλακή υψίστης ασφαλείας, η οποία προοριζόταν να κρατά εγκληματίες που ήταν ιδιαίτερα βίαιοι ή είχαν άλλα πειθαρχικά προβλήματα, είχε δεχτεί την πρώτη ομάδα ομοσπονδιακών κρατουμένων νωρίτερα εκείνον τον Αύγουστο. Επειδή ο Capone δεν ήταν ταραξίας όσο ήταν έγκλειστος στην Ατλάντα, πιθανότατα στάλθηκε στο Alcatraz για να δημιουργήσει η κυβέρνηση δημοσιότητα για τη σκληρή, νέα της εγκατάσταση.

Πέρασε τα τελευταία του χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας

Ο Capone αποφυλακίστηκε τον Νοέμβριο του 1939 και στη συνέχεια υποβλήθηκε σε πολύμηνη θεραπεία για σύφιλη σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης. Στη συνέχεια, ο διάσημος γκάνγκστερ πέρασε μεγάλο μέρος του χρόνου του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ψαρεύοντας και παίζοντας χαρτιά στην έπαυλη Palm Island, στη Φλόριντα, την οποία κατείχε από το 1928. Στη δεκαετία του 1940, έγινε ένας από τους πρώτους πολίτες που έλαβαν πενικιλίνη για τη σύφιλη, αν και ήταν πολύ αργά για να θεραπευτεί. Τον Ιανουάριο του 1947 στα 48 του υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, στη συνέχεια προσβλήθηκε από πνευμονία και στις 25 Ιανουαρίου απεβίωσε. 

Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.