Η ιδέα της πρωτεύουσας διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα και συχνά αποκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά. Στον δυτικό κόσμο, οι πρωτεύουσες είναι συνήθως πόλεις με βαθιές ιστορικές ρίζες. Το Λονδίνο, για παράδειγμα, άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή και εξελίχθηκε σταδιακά σε πολιτικό και διοικητικό κέντρο επί αιώνες. Όμως αυτό το μοντέλο δεν αποτελεί παγκόσμιο κανόνα.

Σε αρκετές περιπτώσεις, η επιλογή μιας πρωτεύουσας υπαγορεύεται λιγότερο από τον πολιτισμό και περισσότερο από πρακτικά, γεωπολιτικά ή στρατηγικά κριτήρια. Στο Καζακστάν, η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Αλμάτι στην Αστάνα το 1997 βασίστηκε σε λόγους ανάπτυξης και γεωγραφικής θέσης, καθώς η νέα πρωτεύουσα δεν περιοριζόταν από ορεινούς όγκους και βρισκόταν πιο μακριά από τα σύνορα. Αντίστοιχα, η Τζούμπα έγινε πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν το 2011, αμέσως μετά την ανεξαρτησία της χώρας.

Naypyidaw: Η πρωτεύουσα που έμεινε άδεια στη Μιανμάρ

Ακόμη και τα τελευταία χρόνια, τέτοιες αλλαγές συνεχίζονται. Το 2024, η Αίγυπτος ανακοίνωσε τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Κάιρο στη λεγόμενη New Administrative Capital, μια νέα πόλη στα ανατολικά, σχεδιασμένη εξαρχής για διοικητικούς σκοπούς. Στην Ισημερινή Γουινέα, βρίσκεται σε εξέλιξη η κατασκευή νέας πρωτεύουσας στην ηπειρωτική χώρα, ενώ στη Μιανμάρ, το Naypyidaw αντικατέστησε τη Γιανγκόν ήδη από το 2006.

Την ώρα που η παγκόσμια προσοχή ήταν στραμμένη αλλού, στη Νοτιοανατολική Ασία συντελούνταν μία από τις πιο ασυνήθιστες μεταφορές πρωτεύουσας. Μια χώρα αποφάσισε να μετακινήσει το διοικητικό της κέντρο περίπου 370 χιλιόμετρα βορειότερα, δημιουργώντας μια πόλη που συχνά χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο παράδοξες πρωτεύουσες στον κόσμο.

Διαβάστε Επίσης

Η απόφαση δεν προέκυψε σταδιακά. Τον Νοέμβριο του 2005 ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά, με τους υπουργούς να λαμβάνουν εντολή να μετακινηθούν άμεσα σε μια μικρή τότε πόλη κοντά στο Pyinmana. Η νέα πρωτεύουσα ονομάστηκε Naypyidaw, δηλαδή "Κατοικία των Βασιλέων", και το κόστος κατασκευής της εκτιμάται ότι έφτασε τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια.

Το Naypyidaw εκτείνεται σε μια τεράστια έκταση — περίπου έξι φορές μεγαλύτερη από τη Νέα Υόρκη. Διαθέτει υπερμεγέθεις λεωφόρους έως και 20 λωρίδων, ζωολογικό κήπο, γήπεδα γκολφ και ένα ηλεκτρικό δίκτυο που λειτουργεί σταθερά, κάτι σπάνιο για τη χώρα. Παρά τις υποδομές, όμως, λείπει το βασικό στοιχείο που δίνει ζωή σε μια πόλη: ο πληθυσμός. Αν και θα μπορούσε να φιλοξενήσει εκατομμύρια κατοίκους, στην πράξη ζει εκεί μόνο ένα μικρό μέρος αυτού του αριθμού.

Οι δρόμοι της παραμένουν σχεδόν άδειοι και, αντί για την ένταση και τον ρυθμό μιας μεγαλούπολης, επικρατεί μια ασυνήθιστη ησυχία. Το πώς και το γιατί δημιουργήθηκε αυτή η πόλη αποτελεί αντικείμενο συζήτησης εδώ και χρόνια. Επισήμως, οι αρχές επικαλέστηκαν την κεντρική γεωγραφική θέση και τη δυνατότητα μελλοντικής ανάπτυξης, καθώς και την επιθυμία απομάκρυνσης από το αποικιακό παρελθόν που συνδέεται με τη Γιανγκόν. Ωστόσο, αυτές οι εξηγήσεις αφήνουν κενά.

Η Γιανγκόν είχε αποδειχθεί προβληματική για το καθεστώς για δύο βασικούς λόγους. Ως παραθαλάσσια πόλη θεωρούνταν ευάλωτη, ενώ είχε αποτελέσει εστία μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων, τόσο το 1988 όσο και το 2007. Αντίθετα, το Naypyidaw σχεδιάστηκε σε μια απομονωμένη περιοχή, περιτριγυρισμένη από ζούγκλα και αγροτικές εκτάσεις, μακριά από πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα. Τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους και οι υπερβολικά φαρδείς δρόμοι δυσκολεύουν τη συγκέντρωση διαδηλώσεων, ενώ διευκολύνουν τον έλεγχό τους.

Κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει και φήμες ότι οι λεωφόροι σχεδιάστηκαν με τέτοιο πλάτος ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και ως διάδρομοι προσγείωσης σε περίπτωση πραξικοπήματος. Άλλες, ακόμη πιο ανησυχητικές φήμες, αναφέρουν ότι η στρατιωτική ηγεσία επηρεάστηκε από αστρολογικές προβλέψεις στη λήψη της απόφασης.

Σήμερα, η χώρα βρίσκεται σε εμφύλια σύγκρουση που διαρκεί από το 2021. Το Naypyidaw, ωστόσο, παραμένει μια πρωτεύουσα περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική: μια πόλη χωρίς έντονη πολιτισμική ζωή, με πολλά κτίρια άδεια και κατοίκους που συχνά ζουν εκεί επειδή το απαιτεί η υπηρεσία τους και όχι από προσωπική επιλογή.

Η απουσία ιστορικού βάθους είναι εμφανής. Η παγόδα Uppatasanti, που χτίστηκε ως αντίγραφο της εμβληματικής Shwedagon Pagoda της Γιανγκόν, θυμίζει περισσότερο τουριστικό σκηνικό παρά ζωντανό θρησκευτικό σύμβολο. Όπως ο Πύργος του Άιφελ στο Λας Βέγκας, στερείται της πολιτισμικής φόρτισης του αυθεντικού μνημείου. Και, σε πλήρη συνέπεια με τη φύση της πόλης, το εσωτερικό της είναι κενό.

Με έναν τρόπο, το Naypyidaw αντικατοπτρίζει τη γενικότερη κατάσταση της χώρας: μια εξουσία απομακρυσμένη από την καθημερινότητα, που διοικεί από απόσταση και παραμένει αποσυνδεδεμένη από τους ανθρώπους που καλείται να εκπροσωπήσει.

Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.