Ακριβώς πριν 41 χρόνια -στις 11 Δεκεμβρίου του 1981- ο θρύλος της πυγμαχίας (αλλά και γενικότερα) Muhammad Ali ανέβαινε για τελευταία φορά στο ρινγκ, για να αντιμετωπίσει τον Trevor Berbick. Όπως ήταν φυσικό, ο αγώνας τους έμεινε στην ιστορία και αργότερα του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός Drama in Bahama. Θα καταλάβεις γιατί, διαβάζοντας τις γραμμές που ακολουθούν.

Ατραξιόν στις Μπαχάμες

Ο promoter του αγώνα ήταν ο James Cornelius, ένας τύπος που αργότερα καταδικάστηκε για σχέσεις με το Ισλαμικό Κράτος, με το event να είναι προγραμματισμένο να διεξαχθεί στις Μπαχάμες και την πρωτεύουσα του νησιωτικού κράτους της Καραϊβικής, Νασάου. Η επιλογή του μέρους δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Ali δεν μπορούσε να εξασφαλίσει άδεια συμμετοχής πια σε καμία Πολιτεία των ΗΠΑ, έπειτα από την ήττα του από τον Larry Holmes, 14 μήνες πριν, στο Λας Βέγκας.

Getty Images

Ο μύθος του αθλήματος είχε φροντίσει να βρεθεί στις Μπαχάμες τρεις μήνες πριν από τον περιβόητο αγώνα, προκειμένου να κάνει εντατική προετοιμασία και να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Εκείνη την εποχή, ο Ali ήταν ήδη 39 χρονών και άπαντες προσπαθούσαν να τον πείσουν πως ήρθε η ώρα να κρεμάσει τα γάντια του. Ο ίδιος πίστευε πως μπορεί να αγωνιστεί μερικές ακόμη φορές παραμένοντας άκρως ανταγωνιστικός. 

Για το λόγο αυτό, είχε επιλέξει την αίθουσα του εστιατορίου του ξενοδοχείου Le Cabaret, η οποία διαμορφώθηκε σε γυμναστήριο για τον κορυφαίο αθλητή. Καθημερινά, εκατοντάδες κόσμου, κυρίως τουρίστες περνούσαν από εκεί για τον δουν να προπονείται. Οι ντόπιοι αντιλήφθηκαν νωρίς πως μπορούν να επωφεληθούν από αυτό και έβαλαν εισιτήριο $3. Όποιος επιθυμούσε να δει έναν από τους καλύτερους όλων των εποχών να χύνει τόνους ιδρώτα, θα έπρεπε να πληρώσει.

Σκιά του εαυτού του

Όταν περίπου 15 ημέρες πριν τον αγώνα έφτασαν στις Μπαχάμες οι πρώτοι δημοσιογράφοι, αντίκρισαν μία εικόνα που τους σόκαρε. Ή πολύ περισσότερο, τους προβλημάτισε. Ο 39χρονος Ali δεν μπορούσε να επανέρθει στη σωματική κατάσταση που όλοι τον είχαν συνηθίσει στο παρελθόν. 

Getty Images

Το βάρος του ξεπερνούσε τα 107 κιλά, κάτι που αντικατοπτριζόταν και στην παρουσία του. Κάποιοι προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, ρωτώντας τον διαρκώς και επίμονα αν πιστεύει ότι θα τα καταφέρει. Άλλοι δεν ήταν τόσο ευγενικοί. "Η εικόνα του θυμίζει τον Michelin Man" ήταν μία από τις πιο ζόρικες ατάκες της εποχής.

Η διοργάνωση-παρωδία και ο αγώνας

Η προπώληση των εισιτηρίων δεν πήγε ακριβώς καλά, με τους διοργανωτές να τα δίνουν με μεγάλη έκπτωση έξω από το Queen Elizabeth Sports Centre, όπου θα διεξαγόταν ο αγώνας, μόλις λίγες ώρες πριν την έναρξή του. Η οργάνωση δεν ήταν ακριβώς η καλύτερη δυνατή. Κάποιος έχασε το κλειδί της κεντρικής εισόδου, ενώ δεν υπήρχε πουθενά Ring Gong (το χαρακτηριστικό κουδούνι του μποξ), με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί ένα κουδούνι αγελάδας από γειτονικό στάβλο. 

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως κανένα αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο δεν είχε ενδιαφερθεί για την αναμέτρηση και μόνο την τελευταία στιγμή, το ONTV τη μετέδωσε, έστω και σε περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια. Ο έτερος πρωταγωνιστής, ο Trevor Berbick, θορυβήθηκε αρκετά από τα όσα έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του και αρνήθηκε να αγωνιστεί αν δεν πληρωθεί προκαταβολικά.

Τελικά, με καθυστέρηση δύο ωρών συγκριτικά με το αρχικό πρόγραμμα, το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου 1981, ο Muhammad Ali ανέβηκε στο ρινγκ, με σχεδόν 7.500 θεατές να έχουν έρθει για να τον δουν. Εκεί, ο Ali κατάφερε κάποια ισχυρά και εντυπωσιακά χτυπήματα στον Berbick αλλά μετά τον 6ο γύρο έμοιαζε εξαντλημένος. Αντιθέτως, ο αντίπαλός του έδειχνε να ανεβάζει στροφές, όντας νεώτερος, περισσότερο ευέλικτος και γενικά πολύ πιο fit. Παρόλα αυτά, ο Ali άντεξε μέχρι τον 10ο γύρο, όπου και ηττήθηκε.

Ο τελευταίος αγώνας του Muhammad Ali είναι μέρος της ιστορίας του. Το legacy του όμως είναι τεράστιο και πολύ πιο σημαντικό από έναν αγώνα, σχεδόν παρωδία, στις Μπαχάμες. Γι αυτό άλλωστε και θα μνημονεύεται για πάντα.