"Να συνοδεύσουμε με κάτι το κρασί μας; Δεν μπορώ να πίνω χωρίς να τρώω", λέει και με παροτρύνει να διαλέξω ό,τι ορεκτικό μού αρέσει από τη βιτρίνα της καφετέριας. Καθόμαστε και το βλέμμα του συναντά κατευθείαν το δικό μου χωρίς να αναγκάζεται εκείνος να σκύβει και εγώ να τεντώνομαι στις μύτες για να τον φτάσω - είμαι κοντή, αλλά είναι τόσο ψηλός που άνετα θα μπορούσε να κυνηγήσει μία καριέρα στο μπάσκετ. "Έπαιζα μικρός λόγω ύψους, αλλά δεν είχα τη δύναμη, την εκρηκτικότητα και την αντοχή του αδερφού μου, που έπαιζε κι εκείνος. Πέρασα λοιπόν από το παρκέ στην πισίνα. Από τα 18 μέχρι σήμερα κολυμπάω ασταμάτητα. Κάθε πρωί, πέντε μέρες την εβδομάδα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχω επιστρέψει στο ανοιχτό κολυμβητήριο της γειτονιάς που μεγάλωσα στα Άνω Ιλίσια".

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι ένας από τους καταξιωμένους ανθρώπους του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Τελείωσε τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, εργάστηκε ως ηθοποιός μέχρι το 1992, όταν και στράφηκε στη σκηνοθεσία με την οποία ασχολείται ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Το 1995 ίδρυσε το Θέατρο του Νέου Κόσμου, από τις πιο επιδραστικές σκηνές της Αθήνας, ένα θέατρο-φυτώριο ταλέντων, που τρέχει μαζί με την οικογένειά του και το 2016 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. "Αντιμετώπισα τον ρόλο μου σαν σκηνοθέτης και τη θητεία μου σαν μία μεγάλη παράσταση που κάποια στιγμή θα ρίξει αυλαία. Το τέλος της θητείας μου το γνώριζα εξαρχής. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν εκείνα που ουσιαστικά αντανακλούν το όραμά μου: Να προσδώσω χαρακτήρα σε κάθε χώρο διεξαγωγής του φεστιβάλ από την Επίδαυρο και το Ηρώδειο μέχρι την Πειραιώς 260, να επιστρέψω το φεστιβάλ στους πολίτες με τις δράσεις με ελεύθερη είσοδο του "Άνοιγμα στην Πόλη” σε Αθήνα και Πειραιά και να πετύχω το στοίχημα της εξωστρέφειας φέρνοντας σπουδαία διεθνή ονόματα. Παράλληλα όμως, έπρεπε να νοικοκυρέψω τον θεσμό κάτι που πέτυχα και αναγνωρίστηκε ακόμα κι από κάποιους που με κοιτούσαν καχύποπτα, αλλά και να προσπαθήσω να μην χάσω την χαρά και τον ενθουσιασμό μου λόγω της δύσκολης συνεργασίας μου με την τέως υπουργό Πολιτισμού, Μυρσίνη Ζορμπά στην ολιγόμηνη θητεία της. Ξέρεις, το θέμα είναι να είμαστε πρακτικοί και εν προκειμένω δεν ήμασταν". 

Τέσσερα καλοκαιριά μετά, στις αρχές Σεπτεμβρίου παρέδωσε τα "κλειδιά" στη νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του θεσμού, την σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου, επιμένοντας σε μία διαδικασία ομαλής διαδοχής. Το αυτονόητο δηλαδή, που όμως δεν είναι καθόλου έτσι στους κρατικούς θεσμούς της χώρας μας, ακόμα και στην περίπτωση του μεγαλύτερου πολιτιστικού οργανισμού. "Παρέδωσα στην Κατερίνα τα πάντα, ακόμα και το email μου που έχει μέσα όλες μου τις επαφές κι αυτό γιατί θέλω να πετύχει. Εξάλλου, δούλευα πρώτα για μένα και μετά για τους συνεχιστές μου. Έτσι δεν είναι; Δεν νιώθω ότι μου ανήκει κάτι. Το αστείο είναι ότι όταν ανέλαβα τη θέση υπήρχαν δύο μηχανήματα καταστροφής εγγράφων που ζήτησα να αποσυρθούν. Τι να τα κάνω; Δεν είχα καμία πρόθεση να καταστρέψω, μόνο να φτιάξω". Το ρήμα φτιάχνω παίζει σημαντικό ρόλο για εκείνον. Σε όλη του τη ζωή φτιάχνει. Φτιάχνει όνειρα, παραστάσεις, ομάδες, θέατρο, σχέσεις ζωής με τη γυναίκα, τον γιο και τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. "Και οι φίλοι οικογένεια μου είναι".

Οι δυναμικές της σύγχρονης οικογένειας είναι ένα ζήτημα που τον απασχολούσε πάντα θεατρικά. Φέτος, ανεβάζει δύο παραστάσεις που άπτονται της συγκεκριμένης θεματικής: Επαναλαμβάνει την περσινή του επιτυχία "Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα" του Σάιμον Στήβενς στο Θέατρο Τζένη Καρέζη -μια γλυκόπικρη ιστορία για τον αυτισμό, την εφηβεία, τις διαλυμένες οικογένειες- και παρουσιάζει σε πανελλήνια πρώτη (πρεμιέρα 5 Δεκεμβρίου) το έργο του Φλοριάν Ζελλέρ "Ο γιος" στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου .

Η υπόθεσή του περιστρέφεται γύρω από τον 17χρονο Νικολά που περνάει μια δύσκολη φάση ύστερα από τον χωρισμό των γονιών του. "Είναι μία ευαίσθητη ιστορία που μας κάνει να αντιληφθούμε ότι τελικά η αγάπη δεν μπορεί να κάνει θαύματα από μόνη της στο μεγάλωμα ενός παιδιού. Όσο κι αν το αγαπάς, αν δεν το κατανοείς, αν δεν αφουγκράζεσαι τα θέλω, τους προβληματισμούς και τις ανάγκες του, δεν του δίνεις χώρο και δεν κοιτάς μόνο τις δικές σου επιθυμίες και ανησυχίες, η σχέση σας βαδίζει σε λάθος μονοπάτια". Ποια ήταν η δική του σχέση με τους γονείς του; "Δεν ήταν η ιδανική, κάποια πράγματα δεν μου άρεσαν. Τους αναγνωρίζω όμως το εξής: Δεν μου σταθήκαν εμπόδιο σε τίποτα. Αυτό κάποτε το μετέφραζα ως αδιαφορία. Τελικά κατάλαβα ότι ήταν στάση ζωής. Ένας τρόπος να μου δώσουν χώρο να εκφραστώ, να διαλέξω τον δρόμο μου, χωρίς να παρεμβαίνουν και να με πνίγουν". Μία στάση που αργότερα επέλεξε και ο ίδιος να υιοθετήσει στο δικό του παιδί. Για τον Μίλτο έχει σταθεί κάτι παραπάνω από πατέρας. "Έκανα πολλά πράγματα μόνος μου μαζί του γιατί η σύζυγός μου, Κοραλία Σωτηριάδου είχε σταθερή εργασία. Τον έπαιρνα παντού μαζί, από τις πρόβες μέχρι τις καλοκαιρινές περιοδείες. Μεγάλωσε μέσα στο θέατρο. Ήταν αδύνατον να μην το αγαπήσει".

Με τον θίασο της παράστασης "Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα".

Τα χρόνια της θητείας του στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το βάρος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Θεάτρου του Νέου Κόσμου έπεσε πάνω στο γιο του. "Το θέατρό μας είναι οικογενειακή υπόθεση. Πάντα έτσι το αντιμετώπιζα, όχι ως κτήμα μου. Γι' αυτό και τώρα που το φεστιβάλ τελείωσε, παρέμεινα στην αρχική μου απόφαση. Δεν έχω κανένα λόγο να επιστρέψω στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Ο Μίλτος είναι ένα νέο μυαλό που μόνο μπροστά μπορεί να μας οδηγήσει. Όσο μεγαλώνουμε έχουμε ανάγκη όλο και περισσότερο από φρέσκο αέρα. Εξάλλου, είναι πολύ όμορφο και υγιές να μην τελειώνουν τα πράγματα με το βιολογικό ή το πνευματικό τέλος αυτού που ξεκινά έναν καλλιτεχνικό οργανισμό. Ο ρόλος μου είναι πλέον καθαρά συμβουλευτικός, λόγω εμπειρίας. Προσπαθώ να κρατιέμαι μακριά από οποιοδήποτε εγωισμό και εγωκεντρισμό". Δεν μπορώ να ξέρω αν το πετυχαίνει πάντα, αλλά η επιλογή του επιθέτου του γιου του δεν είναι συνηθισμένη. "Με την Κοραλία παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο. Όταν ο τότε δήμαρχος του Δήμου Υμηττού, ο Ανδρέας Λεντάκης, ρώτησε ποιο επώνυμο θα πάρει το παιδί, εγώ αυθόρμητα είπα το δικό της, Μίλτος Σωτηριάδης. Υποσυνείδητα σκέφτηκα ότι το όνομα μου θα μπορούσε να συνεχιστεί μέσω του γιου του αδερφού μου, ενώ το δικό της όχι, καθώς η αδελφή της δεν είχε γιους".

Με τη σύζυγό του, που ήταν δικηγόρος, αλλά εγκατέλειψε γρήγορα το επάγγελμα και στράφηκε στην επιμέλεια εκδόσεων και στις μεταφράσεις, γνωρίστηκαν πολύ νέοι, όταν δούλευαν μαζί στις εκδόσεις Κέδρος. "Είμαστε σαράντα χρόνια μαζί". Το μυστικό τους; "Επιστρέφουμε κάθε βράδυ στο σπίτι με ραντεβού. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Την σχέση πρέπει να την ανανεώνεις και τα συναισθήματα να τα καλλιεργείς συνεχώς".

Γεννημένος στη δεκαετία του '70 στην Αθήνα, το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας με τέσσερα παιδιά, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος γνώρισε το θέατρο επειδή ήθελε να μπλέκεται στα πόδια του πατέρα του. "Ο πατέρας μου είχε ένα εμποροραφείο στην Ιπποκράτους, που ήταν δίπλα στο θέατρο Ακροπόλ. Περνούσα πολλές ώρες εκεί μαζί του. Κάποια βράδια ερχόντουσαν οι φίλοι του, κουβέντιαζαν με τις ώρες και έπιναν ούζο. Ένας από αυτούς ήταν ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος της περιοχής, που μου έδινε τις θεατρικές προκλήσεις που παραχωρούσαν στην αστυνομία. Έτσι το θέατρο μπήκε στη ζωή μου με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Το αγάπησα μέσα από τις επιθεωρήσεις, τις παραγωγές του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, αλλά και του Αλέξη Σολομού". Στα 16 του είχε δει τόσες παραστάσεις όσες βλέπει ένας θεατρόφιλος ενήλικας σε ολόκληρη τη ζωή του. "Είναι ωραία να επιστρέφεις πίσω και να θυμάσαι από πού ξεκίνησες. Με συγκινεί κάθε φορά", παραδέχεται ενώ καταβροχθίζει την προτελευταία μπρουσκέτα της πιατέλας. Η τελευταία είναι δική μου. "Από εδώ και πέρα, τι λοιπόν;", τον ρωτώ. "Μία με δύο σκηνοθεσίες τον χρόνο και καθημερινό κολύμπι. Όχι γιατί θέλω να βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση, αλλά γιατί θέλω να δουλεύω. Αν χάσω το μυαλό μου αναγκαστικά θα αποσυρθώ, αλλά δεν αντέχω να κάθομαι. Όταν τελειώνουμε τις πρόβες, κάθε φορά λέω στους δικούς μου τις ίδιες ακριβώς προτάσεις "Αχ, άντε να ξεκουραστώ. Αυτή τη φορά θέλω να κάτσω”. Στις τρεις μέρες έχω ξεκινήσει και πάλι δουλειά".

Η πιατέλα έχει αδειάσει, τα ποτήρια επίσης. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου για μία τελευταία φορά. "Θέλεις να σε πάω κάπου;", με ρωτά, ενώ κατευθύνεται προς το σκούτερ του. "Όχι, ευχαριστώ, θα περπατήσω". "Τα λέμε στην πρεμιέρα", φωνάζει ενώ φορά το κράνος. Είμαι σίγουρη ότι επιστρέφει σπίτι, στο ραντεβού μαζί της.