Ανάμεσα στους σπουδαίους σκηνοθέτες που θα συμμετάσχουν στο φετινό 72ο Φεστιβάλ των Καννών συναντάμε και τον Werner Herzog. Ο Γερμανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και συγγραφέας θα λάβει μέρος στη διοργάνωση με το νέο ντοκιμαντέρ του, Family Romance, LLC. Η ιστορία του διαδραματίζεται στην Ιαπωνία και περιστρέφεται γύρω από έναν άντρα που καλείται να παριστάνει τον αγνοούμενο πατέρα ενός 12χρονου κοριτσιού. Ουσιαστικά, η ταινία καταγράφει την αληθινή επιχείρηση που έστησε μία οικογένεια, δανείζοντας "μέλη" της σε μοναχικούς ανθρώπους προκειμένου να μην φαίνονται μόνοι στις φωτογραφίες που αναρτούν στα social media.

Με αφορμή την επιστροφή του στο φεστιβάλ, ανατρέξαμε σε μία από τις ταινίες – ορόσημο στην 57χρονη καριέρα του 76χρονου δημιουργού, εκείνη που του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1982, το "Φιτζκαράλντο, ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου" (Fitzcarraldo). Συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα του σύγχρονου κινηματογράφου, τόσο για τη σκηνοθεσία του Herzog, όσο και για την υποκριτική δεινότητα του πρωταγωνιστή, Klaus Kinski (στο πλευρό του είχε την Claudia Cardinale), όπως επίσης και στα πολύπαθα κινηματογραφικά πρότζεκτ που πέρασαν από σαράντα κύματα μέχρι τελικά να υλοποιηθούν -η διαδικασία των γυρισμάτων στον Αμαζόνιο διήρκησε συνολικά περίπου δύο χρόνια. "Αν εγκατέλειπα αυτό το φιλμ θα ήμουν ένας άντρας χωρίς όνειρα. Δεν μου αρέσει αυτή η στάση ζωής. Είχα πει στον εαυτό μου ότι θα ζήσω ή θα πεθάνω, κάνοντας αυτό το πρότζεκτ", είχε δηλώσει ο Herzog.

Η πλοκή του έργου αφορά έναν Ιρλανδό τυχοδιώκτη ονόματι Brian Sweeney "Fitzcarraldo" Fitzgerald, λάτρης της όπερας που ζει στο Περού, ονειρεύεται να χτίσει ένα θέατρο στη μέση της ζούγκλας. Προκειμένου να βρει χρήματα, αποφασίζει να κόψει καουτσουκόδεντρα από δύσβατη περιοχή. Καθώς το ποτάμι δεν φτάνει εκεί, αποφασίζει να περάσει το πλοίο του από τα βουνά. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από ένα αληθινό πρόσωπό, τον Carlos Fermín Fitzcarrald, έναν επιχειρηματία που εμπορευόταν καουτσούκ και πράγματι ετέφερε το καράβι του πάνω από το βουνό. Η μόνη διαφορά του με τον φανταστικό ήρωα ήταν ότι δεν ήταν λάτρης της μουσικής και δεν είχε καμία πρόθεση να κατασκευάσει θέατρο όπερας, ούτε να δώσει παράσταση στη ζούγκλα για να μυήσει τους γηγενείς στις μελωδίες των Wagner, Caruso και Verdi.

Λόγω της γνωστής απέχθείας του στα ειδικά οπτικά εφέ, τους κασκαντέρ και τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσω αυτών, ο Herzog χρησιμοποίησε 3 πραγματικά πλοία -όχι μοντέλα/δείγματα- και ξεκίνησε γυρίσματα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου τον Νοέμβριο του 1979 ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Όταν έφτασε στο σημείο, ήρθε αντιμέτωπος με το μαινόμενο πλήθος της φυλής των Aguaruna, που ζει στο περουβιανό δάσος, το οποίο τον διέταξε να εγκαταλείψει την περιοχή μαζί με το συνεργείο του.

Τον Ιανουάριο του 1981, τα γυρίσματα ξεκίνησαν ξανά. Πέντε εβδομάδες μετά την έναρξή τους, ο Jason Robards, που κρατούσε αρχικά το ρόλο του Fitzcarraldo αρρώστησε και επέστρεψε εσπευσμένα στην πατρίδα του. Κι ενώ ο Herzog προσπαθούσε να βρει αντικαταστάτη, ο συμπρωταγωνιστής του Robards, Mick Jagger τού ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ταινία λόγω της παγκόσμιας περιοδείας με τους Rolling Stones. Απελπισμένος, ο σκηνοθέτης στράφηκε στον αιώνιο εχθρό του, τον ηθοποιό Klaus Kinski με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο "Αγκίρε, η Mάστιγα του Θεού" το 1972 και μάλιστα, τον είχε απειλήσει στα γυρίσματα με όπλο. Ο Kinski δέχτηκε την πρότασή του και η κινηματογράφηση ξεκίνησε και πάλι τον Απρίλιο του 1981. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κριτικός κινηματογράφους Roger Ebert -ο άνθρωπος που έχει αναφέρει για εκείνον ότι "ακόμα και οι αποτυχίες του είναι αριστουργήματα"-: "Ο Kinski ήταν μακράν καλύτερη επιλογή από τον Robards, για τον ίδιο λόγο που ένα αληθινό πλοίο είναι πολύ καλύτερο από ένα δείγμα. Ο δεύτερος θα υποδυόταν έναν ηλίθιο, ενώ ο πρώτος έναν ιδιοφυή παράφρονα που έρχεται αντιμέτωπος με τους δαίμονές του".

Ο Herzog με την Cardinale και τον Kinski.

Στο βιβλίο του, "Η κατάκτηση του ανώφελου" (The conquest of the useless), ο Herzog αφηγείται, σχετικά με τα γυρίσματα της ταινίας, πώς μετά από λίγες μέρες έφτασε στη σκηνή του μια ομάδα ιθαγενών εκδηλώνοντας την πρόθεσή τους να σκοτώσουν τον Kinski, καθώς κανείς δεν μπορούσε άλλο να τον ανεχτεί. Τους απειλούσε καθημερινά και εκτόνωνε τα πιο άγρια ένστικτά του πάνω τους. Η άγρια ζωή στη ζούγκλα τον είχε θέσει εκτός ελέγχου.

"Σήμερα το πρωί ξύπνησα τρομοκρατημένος. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ ξανά έτσι. Φοβάμαι ότι αν συνεχίσω θα φτάσω κάποια στιγμή στο σημείο να μην αισθάνομαι τίποτα. Να μην έχω συναισθήματα. Να είμαι εντελώς απαλλαγμένος από οποιοδήποτε χαρά, θλίψη, φόβο", έγραφε στο ημερολόγιό του ζώντας στην καρδιά του Αμαζονίου, στις 8 Δεκεμβρίου του 1980. 

Στο τέλος των γυρισμάτων, τον Νοέμβριο του 1981, στο "ημερολόγιο του πολέμου του" αναγράφονταν τα εξής: "Δύο αεροσκάφη συνετρίβησαν, βίαιη επίθεση με δηλητηριώδη βέλη από τη φυλή Amahuaca, χειρουργικές επεμβάσεις γινόντουσαν στο τραπέζι του κυλικείου με τον Herzog σε ρόλο νοσοκόμου, ένας ξυλοκόπος αποφάσισε να ακρωτηριάσει το πόδι του μετά από δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού, ο αριθμός των τραυματισμένων, σκοτωμένων και διαμελισμένων ιθαγενών είναι ασύλληπτος".

Κατά τη διάρκεια της κινηματογράφησης, ο Herzog είχε ερωτηθεί σε συνεντεύξεις του αρκετές φορές σχετικά με το γιατί αποφάσισε να διακινδυνεύσει τη ζωή του, την αξιοπιστία και την οικονομική του ασφάλεια για να πραγματοποιήσει ένα "όνειρο" όπως ήταν το "Φιτζκαράλντο". Η απάντησή του ήταν πάντα η ίδια: "Δεν είναι μόνο δικά μου, αλλά και δικά σας όνειρα. Η διαφορά μας είναι ότι εγώ μπορώ να τα εκφράσω μέσω της ποίησης, της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, των ταινιών. Πρέπει να εκφράζουμε ό,τι ονειρευόμαστε και νιώθουμε, διαφορετικά θα γίνουμε σαν τις αγελάδες που βόσκουν".