Ένας άντρας αναζητά την εξαφανισμένη σύζυγό του και καταλήγει κατηγορούμενος για τη δολοφονία της. Στο τέλος, αποδεικνύεται ότι εκείνη είχε σκηνοθετήσει τον θάνατό της για να τον παγιδεύσει. Το 2014, ο David Fincher μετέφερε στον κινηματογράφο το μπεστ σέλερ μυθιστόρημα της Gillian Flynn "Το κορίτσι που εξαφανίστηκε" (Gone Girl) με τους Ben Affleck και Rosamund Pike να συμπρωταγωνιστούν, σημειώνοντας μεγάλη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία (υποψηφιότητες σε Χρυσές Σφαίρες και Όσκαρ για την Pike). Πέντε χρόνια μετά, το θρίλερ μυστηρίου του Fincher επανήλθε στο προσκήνιο. Στην πραγματική ζωή.

Από τον Μάιο, η αμερικάνικη κοινότητα συγκλονίζεται με τη μυστηριώδη εξαφάνιση της Jennifer Dulos από το Κονέκτικατ. Ο Έλληνας ομογενής εν διαστάσει σύζυγό της, με τον οποίο βρισκόταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια των πέντε παιδιών τους, συνελήφθη ως ύποπτος για τον φόνο της. Πριν από λίγες ημέρες, ο δικηγόρος του ανέφερε μεταξύ άλλων στην αγόρευσή του: "Διερευνώ την πιθανότητα η υπόθεση Dulos να είναι μία υπόθεση τύπου Gone Girl και συνεπώς να μην υπάρχει καμία εξαφάνιση, καμία δολοφονία", υπονοώντας ότι η συγκεκριμένη γυναίκα σχεδίασε την εξαφάνιση και τον θάνατό της για να εκδικηθεί τον πρώην άντρα της, παρά τα ίχνη αίματος που βρήκαν οι αρχές στο σπίτι της.

Το συμβάν έφτασε στα αυτιά της Flynn που έσπευσε να σχολιάσει τα λεγόμενα του δικηγόρου. "Το να χρησιμοποιείται μία ιστορία μυθοπλασίας ως ένα υποθετικό κίνητρο για μία αληθινή ιστορία, για μία τραγική εξαφάνιση που συνέβη στην πραγματική ζωή είναι άρρωστο. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσω. Είμαι φορτισμένη και αφάνταστα ενοχλημένη από το γεγονός". Κι ενώ καταλαβαίνουμε την απέχθειά της, είναι ωστόσο σύνηθες το φαινόμενο του να εμπλέκεται η φαντασία στην πραγματικότητα και τούμπαλιν, ειδικά στον κόσμο του crime entertainment και δη σε εκείνον των crime documentaries, που τα τελευταία χρόνια ανθίζουν σε μικρή και μεγάλη οθόνη.

Από τις αρχές του έτους, είχε διαφανεί η τάση της νοσηρής γοητείας των serial killers σε ορισμένες από τις πολυαναμενόμενες φετινές κυκλοφορίες. Από την ταινία Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile με τον Zac Efron στον ρόλο του Ted Bundy που ευθύνεται για περισσότερες από 30 δολοφονίες γυναικών (προβάλλεται στις αίθουσες) και το docuseries Conversations With A Killer: The Ted Bundy Tapesτου Netflix μέχρι το Once Upon a Time in Hollywood του Quentin Tarantino, όπου αναβιώνει ο εφιάλτης του Charles Manson και την 2η σεζόν του Mindhunter (πρεμιέρα μάλλον μέσα στον Αύγουστο) με δύο πράκτορες του FBI να έρχονται αντιμέτωποι με ένα νέο εγκληματολογικό όρο εκείνον του κατά συρροήν δολοφόνου, το 2019 φαίνεται να συνεχίζεται η εμμονή του κόσμου του θεάματος με τα αληθινά εγκλήματα.

Έχουν προηγηθεί docuseries, όπως τα εξαιρετικά Making a Murder, The Staircase, O.J.: Made in America και The Assassination of Gianni Versace, αλλά και το πρόσφατο The Disappearance of Madeleine McCann για την εξαφάνιση της μικρής Madeleine, που ουσιαστικά δεν προσέφερε τίποτα το καινούργιο σε όσα ήταν ήδη γνωστά.

Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των πρότζεκτ είναι ότι διαφημίζονταν ως ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ "βασισμένα σε αληθινά γεγονότα", προκειμένου να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τη μυθοπλασία. Ωστόσο, το να αντιμετωπίζονται εγκληματικές μορφές που έχουν μείνει στην ιστορία με την ίδια γοητεία και το ίδιο δράμα με το οποίο παρουσιάζεται ένας φανταστικός χαρακτήρας, μπορεί να οδηγήσει το κοινό σε μία γκρίζα περιοχή, όπου η γραμμή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας είναι τόσο λεπτή, που είναι πλέον δυσδιάκριτη. Όσο λοιπόν το αληθινό έγκλημα περιβάλλεται από το περιτύλιγμα της δραματικής ψυχαγωγίας, τόσο ειδεχθείς εγκληματίες όπως ο Ted Bundy θα ζωντανεύουν στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση με την ίδια μυστηριώδη γοητεία φανταστικών ηρώων, όπως εκείνων των σειρών Stranger Things ή Big Little Lies.

Σε έναν μήνα από τώρα, στις 22 Αυγούστου, θα κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες η 9η κατά σειρά ταινία του Tarantino που διαδραματίζεται το καλοκαίρι του 1969 στο Λος Άντζελες, την περίοδο που ο Manson και οι οπαδοί του δολοφόνησαν την ηθοποιό και σύζυγο του Roman Polanski, Sharon Tate (στην ταινία την υποδύεται η Margot Robbie) και τεσσάρων φίλων της. Παρά το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης προσπάθησε να ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι δεν πρόκειται για μία ταινία για τον Manson και τα όσα τραγικά συνέβησαν, αναγκάστηκε να μεταθέσει την αμερικάνικη πρεμιέρα της για τις 26 Ιουλίου αντί τις 9 Αυγούστου, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη, ύστερα από διαμαρτυρία της οικογένειας της Tate ότι συμπίπτει με την 50η επέτειο από τον θάνατό της.

Αν και το φιλμ έχει λάβει εξαιρετικές κριτικές, δεν είναι λίγοι εκείνοι που το έχουν κατακρίνει όσον αφορά την επιδερμική απεικόνιση της Tate -έχει ελάχιστες ατάκες και σιωπηλές σκηνές όπου μονάχα χορεύει- και την επιπόλαιη αναφορά στις δολοφονίες του Manson. "Αυτοί οι άνθρωποι παίρνουν τρομακτικές, αληθινές καταστάσεις και τις διαχειρίζονται με γραφικότητα, αδιαφορώντας για τα ζωντανά θύματα αυτών των εγκληματιών", ήταν τα χαρακτηριστικά λόγια της αδερφής της Sharon, Debra Tate. 

Όπως το νόμισμα, όλα τα πράγματα στην αληθινή ζωή έχουν δύο όψεις. Εν προκειμένω, η άλλη όψη του να συσχετίζεις ένα πραγματικό έγκλημα με ένα αποκύημα της φαντασίας ενός συγγραφέα και ουσιαστικά να το υποβιβάζεις είναι ότι αφήνεις χώρο στον φανταστικό κόσμο να επηρεάσει τον πραγματικό.