Στις 15 Ιανουαρίου 2020, η παγκόσμια οικονομία πήρε μία βαθιά ανάσα. Ο Donald Trump και ο Κινέζος Πρόεδρος Xi Jinping υπέγραψαν στο Λευκό Οίκο την πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, κάτι που αυτομάτως σήμανε και το τέλος του εμπορικού πολέμου. Αυτό που οι δύο ηγέτες των παγκόσμιων υπερδυνάμεων δεν είχαν προβλέψει, ήταν τα όσα διαδραματίζονταν στην Ουχάν σχεδόν παράλληλα με το deal, όταν εκατοντάδες άνθρωποι ξεκίνησαν να νοσούν μετά την έξαρση του κοροναϊού. Τα τελευταία νέα κάνουν λόγο για πάνω από 1.700 νεκρούς και περισσότερα από 70.000 κρούσματα, κυρίως στην ηπειρωτική Κίνα.

Η ευρεία εξάπλωση του COVID-19 επηρεάζει όμως και αρκετούς τομείς που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την παγκόσμια οικονομία. Όπως αναφέρει το Bloomberg, η κατάσταση στην Ουχάν δημιουργεί ένα ντόμινο εξελίξεων. Αρχικά, οι εταιρείες και τα εργοστάσια της κινεζικής πόλης -πολλά εκ των οποίων έχουν ισχυρή παρουσία στη βιομηχανία του χάλυβα και των αυτοκινήτων- είναι αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, έχοντας σταματήσει προς το παρόν τη λειτουργία τους. 

Έπειτα, η κινέζικη Πρωτοχρονιά (25 Ιανουαρίου) διόγκωσε το πρόβλημα: Εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζοι ταξίδεψαν, εξαπλώνοντας ακόμη περισσότερο τον ιό σε 14 κινέζικες επαρχίες, κάποιες εκ των οποίων είναι πολύ σημαντικά οικονομικά κέντρα. Για παράδειγμα, η Κουανγκτούνγκ είναι το βασικό κέντρο εξαγωγών της χώρας, η Σανγκάη το επίκεντρο του maritime αυτής και στην Τσιανγκσού κατασκευάζεται σχεδόν η πλειοψηφία των παπουτσιών της Nike. Σε πολλά μέρη όπως τα προαναφερθέντα, η παραγωγή σταμάτησε για αρκετές ημέρες ή και για εβδομάδες.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Bloomberg, οι τομείς που πάγωσαν τις δραστηριότητές τους αποτελούν το 69% του κινέζικου ΑΕΠ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η Toyota έχει διακόψει την παραγωγή της στην Κίνα, η Apple ανακοίνωσε πως κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξει έλλειψη σε iPhones λόγω κοροναϊού, τα Starbucks και τα McDonald's έχουν κλείσει δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- καταστήματά τους και πολλές άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αχανή ασιατική χώρα έχουν ακολουθήσει παρεμφερείς τακτικές. 

Στη συνέχεια, υπάρχουν και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν μπορούν να πάνε στις δουλειές τους για εβδομάδες, κάτι που στην περίπτωση της Κίνας μεταφράζεται ως ένα οικουμενικό πρόβλημα της βιομηχανίας και των προμηθειών της. Κάνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στον ιό SARS του 2003 και τον κοροναϊό του 2020, μπορεί κάποιος να καταλάβει το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Πριν 17 χρόνια, η Κίνα καταλάμβανε το 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Πλέον, το εν λόγω ποσοστό έχει ανέβει στο 17%. 

Η λίστα των οικονομικών επιπτώσεων ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά, με τις συνέπειες στο κομμάτι του ταξιδιού και του τουρισμού να μην είναι αμελητέες. Από το Τόκιο μέχρι το Λονδίνο, ξενοδοχεία, καζίνο, αεροπορικές εταιρείες και έμποροι βιώνουν τρομακτικές μειώσεις στον τζίρο τους, καθώς ήταν παντελώς απροετοίμαστοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο - δηλαδή την απώλεια μία μεγάλης μάζας εν ενεργεία και εν δυνάμει πελατών τους, των Κινέζων. Στατιστικά, τα τελευταία χρόνια περίπου 160.000.000 Κινέζοι ταξιδεύουν σε άλλες χώρες, κυρίως εκτός Ασίας, αντιπροσωπεύοντας το 30% των πωλήσεων των travel agencies. Επιπροσθέτως, στην πρωτεύουσα του ασιατικού τζόγου, το Μακάο, οι επισκέψεις μειώθηκαν κατά 82% σε σχέση με τον περασμένο Δεκέμβριο.

Με λίγα λόγια, ο κεντρικός ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία έχει κλονιστεί σημαντικά. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν τις αμεσότερες συνέπειες είναι οι γειτονικές Νότια Κορέα, Βιετνάμ και Ιαπωνία, καθώς και οι Αυστραλία και Βραζιλία όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες εξαγωγές. Οι ευρωπαϊκές χώρες από την άλλη, δεν φαίνεται μέχρι τώρα να αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια ότι ένα ισχυρό χτύπημα δεν είναι καθ' οδόν, εφόσον δεν περιοριστεί ο κοροναϊός και οι συνέπειές του. 

Πιθανότατα, η συμφωνία με τις ΗΠΑ να μπει στον πάγο ή ακόμη και να ακυρωθεί. Υπενθυμίζουμε ότι αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων την αγορά αμερικανικών προϊόντων αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά την επόμενη διετία από τους Κινέζους. Σε αυτό το σημείο, ο Donald Trump, ο οποίος παίζει την επανεκλογή του και βασιζόταν στις καλές επιδόσεις της οικονομίας, θα μπορούσε να ζητήσει (ή πιο ορθά, να απαιτήσει) μία τροποποίηση ή μία ρήτρα στα συμφωνηθέντα, που να προβλέπει νέες διαβουλεύσεις σε περίπτωση "φυσικών καταστροφών ή άλλων απρόβλεπτων γεγονότων".

Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πως μιλάμε για ένα εφιαλτικό σενάριο για την Κίνα, που δύσκολα θα δεις τους δείκτες ανάπτυξής της να πλησιάζουν τα 4,5% το πρώτο τρίμηνο του 2020, ώστε να υπάρξει μία γενικότερη σταθεροποίηση στο δεύτερο μισό του έτους. Όλα αυτά, με την βασικότατη προϋπόθεση να σταματήσει η επιδημία.


φωτογραφίες © Getty Images