Ήταν Ιούνιος του 2022. Είχαν περάσει μερικοί μήνες από όταν είχαν επιστρέψει από την εμπόλεμη ζώνη, στην οποία βρέθηκαν για πρώτη φορά ως μάχιμοι δημοσιογράφοι για να μεταδώσουν τα γεγονότα στην Ουκρανία, μετά από την εισβολή της Ρωσίας στις 24 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς. Τους ζήτησα τότε, να μου μιλήσουν για όσα έζησαν εκεί, για την έντυπη έκδοση του Esquire. Σήμερα, ένα χρόνο μετά από την έναρξη του πολέμου που η πλειοψηφία πίστευε πως δε θα είχε διάρκεια, θυμόμαστε όσα μοιράστηκαν μαζί μας -στιγμές, εικόνες και συναισθήματα- ο Σταύρος Ιωαννίδης, η Βελίκα Καραβάλτσιου, ο Αλέξης Κουβέλης και ο Μίλτος Σακελλάρης. 

Σταύρος Ιωαννίδης

Στις 14 Φεβρουαρίου –Δευτέρα πρωί ήταν–, με φώναξε ο διευθυντής μου και με ρώτησε αν θέλω να πάω στην Ουκρανία. Του απάντησα καταφατικά κατευθείαν. Έπεσαν όλοι με τα μούτρα στο κανάλι για να οργανώσουν την αποστολή, όσο καλύτερα γινόταν στον υπάρχοντα χρόνο. Το επόμενο πρωί έφυγα – τότε ακόμη, βέβαια, δεν είχε ξεκινήσει ο πόλεμος.

Σε αυτές τις αποστολές πηγαίνεις οικειοθελώς έτσι κι αλλιώς. Ήθελα να το κάνω, γιατί οι εμπόλεμες ζώνες είναι μία παράμετρος του ρεπορτάζ που καλύπτω προσωπικά, ως δημοσιογράφος. Επίσης, έχω περάσει από trainings, σεμινάρια, διαθέτω κάποιες πιστοποιήσεις που απαιτούνται σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως οι πρώτες βοήθειες σε πεδίο μάχης. Όταν συμβαίνει ο πόλεμος και είσαι εκεί, είναι εντελώς διαφορετικό το συναίσθημα.

Πήγαμε πρώτα στο Κίεβο, μετά στη Μαριούπολη και στα διάφορα χωριά όπου ζουν οι ομογενείς. Γύρω στις 22 Φεβρουαρίου, είχε αρχίσει να διαφαίνεται η ένταση. Στις 05:00 το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου –το θυμάμαι σαν τώρα– άκουσα τις πρώτες εκρήξεις. Όσο προετοιμασμένος και αν είσαι, λειτουργείς με έναν κυνισμό. Ειδοποίησα το κανάλι και τους δικούς μου ότι είμαι καλά. Προσπάθησα να μην πανικοβληθώ, σηκώθηκα από το κρεβάτι, ακολούθησα την κανονική μου ρουτίνα και βγάλαμε την πρώτη σύνδεση.

Το πρώτο χρονικό διάστημα υπήρχε αδρεναλίνη, δουλεύεις ασταμάτητα, δεν καταλαβαίνεις από κούραση. Δεν προφταίνεις να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση, λειτουργείς περισσότερο μηχανικά. Όσο περνούσαν οι ημέρες και έσφιγγε ο κλοιός, αγχωνόμασταν για το μετά. Δεν υπήρχε διέξοδος. Ήδη από την πρώτη ημέρα μεταφερθήκαμε στο γενικό προξενείο της Ελλάδας στη Μαριούπολη, γιατί τα ξενοδοχεία μας δεν βρίσκονταν σε ασφαλή τοποθεσία. Όταν και από εκεί μετακομίσαμε στο κτίριο του ΟΑΣΕ, αρχίσαμε να ζοριζόμαστε ψυχολογικά, γιατί οι Ρώσοι είχαν πλησιάσει επικίνδυνα και μετά βίας μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο ή να κάνουμε τη δουλειά μας.

Εκεί, τις τελευταίες δύο ημέρες δεν είχαμε φαγητό, παρά μόνο ελάχιστο νερό, κοιμόμασταν για κοντά ένα δεκαήμερο στα πατώματα. Θυμάμαι ότι, τέλη Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου, είχαμε σχεδόν πειστεί ότι δεν θα μπορέσουμε να φύγουμε. Τότε σκέφτεσαι τα πάντα και ταυτόχρονα προσπαθείς να μη σκέφτεσαι και τίποτα. Από τους δικούς σου ανθρώπους μέχρι το ενδεχόμενο μίας σύλληψης από τους Ρώσους. Κανείς δεν μπορούσε να μας εγγυηθεί ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να θελήσουν να κλείσουν κάποια στόματα. Είχαν ήδη σκοτωθεί αρκετοί δημοσιογράφοι. Ήταν όλα στον αέρα. 

Η έξοδός μας ήταν ένα τεράστιο ρίσκο. Μετά από επικοινωνία μας με το υπουργείο Εξωτερικών, φύγαμε χωρίς καμία εγγύηση για ομαλή έκβαση, υπήρχε μόνο μία (λανθασμένη) πληροφορία για έναν ανοιχτό διάδρομο. Βγαίνοντας από τη Μαριούπολη, μέσα στην ομίχλη, η εικόνα ήταν απόκοσμη. Παρατημένα αυτοκίνητα δεξιά-αριστερά να καίγονται, στρατιωτικά οχήματα, άρματα μάχης διαλυμένα στους δρόμους, σκηνικά που συναντούσαμε για πρώτη φορά από τόσο κοντά.

Σκέψου, ένα κομβόι αυτοκινήτων που αναζητούσε δρόμο για τη Ζαπορίζια, έπεσε πάνω σε μία ρωσική εμπροσθοφυλακή. Κατέβηκαν από τα τεθωρακισμένα, πήραν θέσεις μάχης και μας σημάδευαν κανονικά, στα 30-40 μέτρα. Τότε σκεφτήκαμε "κάπου εδώ τελειώνουν όλα". Εκεί διαπιστώνεις πως όλο αυτό που μέχρι πρότινος αντιμετώπιζες αναγκαστικά σαν ταινία, είναι η ζωή σου. Για τις επόμενες αρκετές ώρες, κινούμασταν σε πεδία συγκρούσεων ψάχνοντας οδό διαφυγής, με τα καύσιμά μας να λιγοστεύουν. Φτάσαμε εξουθενωμένοι, αλλά ζωντανοί εντέλει, στη Ζαπορίζια.

Στη Μαριούπολη υπάρχει το γνωστό τάγμα του Αζόφ, αλλά ό,τι συναντήσαμε δεν μπορούσε σίγουρα, σε καμία περίπτωση, να δικαιολογήσει οποιαδήποτε επίθεση εναντίον ναζί. Το ηθικό των Ουκρανών, η προσφορά και η αυτοθυσία, μέσα στην τόση φρίκη, μας τροφοδοτούσε με αισιοδοξία. Ήταν σίγουροι ότι θα επιβιώσουν, ότι θα τα ξαναφτιάξουν όλα. Εκτιμώ πως ο Putin, όσο πιέζεται, ενδέχεται να γίνεται ολοένα και πιο απρόβλεπτος, απ’ ό,τι φαίνεται ο πόλεμος, δυστυχώς, δεν θα τελειώσει άμεσα. Βέβαια, όπως αποδείχτηκε, δεν μπορούμε, ως δυτικοί, να ερμηνεύσουμε αυτό που συμβαίνει στο μυαλό του.

Ήμασταν εκεί 40 ημέρες συνολικά και δεν έχει απομείνει όρθιο κανένα από αυτά τα χωριά που επισκεφθήκαμε στην αρχή. Συνεπώς, δεν είμαι σίγουρος αν με έχει σημαδέψει περισσότερο η επεισοδιακή επιστροφή ή η διαφορά στο πριν και το μετά του πολέμου στην Ουκρανία. Προσπαθούσα, πάντως, να μην παίρνω τίποτα "μέσα μου" για να μη με επηρεάσει μετά. Το έκανα επίτηδες, ώστε να βρίσκομαι διαρκώς σε εγρήγορση για τυχόν κινδύνους. Δεν μπορούσα, αλλά δεν έπρεπε κιόλας να χαλαρώσω.

Για εμένα, ήταν μία πολύ σημαντική εμπειρία. Θα την κουβαλάω μαζί μου για όλη μου τη ζωή, με ωρίμασε ως άνθρωπο και ως δημοσιογράφο. Θα θυμάμαι για πάντα τους ανθρώπους που γνώρισα, ένα κομμάτι μου έχει μείνει εκεί. Στο μέλλον, θέλω να επιστρέψω στις περιοχές που γνώρισα – ελπίζω να έχουν παραμείνει ουκρανικές. Θα θυμάμαι, επίσης, πως κάθε δευτερόλεπτο που περνά είναι και μία νίκη.

Βελίκα Καραβάλτσιου

Με το προσφυγικό ασχολούμαι πολλά χρόνια και αρχικά βρέθηκα στα σύνορα γι’ αυτόν τον λόγο. Το ένα έφερε το άλλο, και μετά από δύο εβδομάδες πήρα το τρένο και μπήκα στην Ουκρανία. Μία διαδρομή που κανονικά είναι 1,5 με 2 ώρες, διήρκεσε περίπου 7, εξαιτίας των διαρκών ελέγχων. Έψαχναν ενδελεχώς τα χαρτιά μας, μας γκούγκλαραν, κοιτούσαν τα προφίλ μας στα social media, σκέψου πως έφτασα βράδυ, μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Κανονικά έπρεπε να διανυκτερεύσω στον σταθμό, αλλά ευτυχώς ήρθε ένας φίλος οπερατέρ και, ρισκάροντας μέσα στην απαγόρευση, με πήρε μαζί του.

Ήθελα πάρα πολύ να πάω. Πώς αντέδρασαν οι δικοί μου; Η μητέρα μου θύμωσε πολύ, δεν μου μιλούσε, και ο πατέρας μου μου είπε ότι περισσότερο φοβάται να κυκλοφορώ με το μηχανάκι στην Κηφισίας παρά στην εμπόλεμη ζώνη.

Η Λβιβ, καθότι βρίσκεται στα δυτικά, κοντά στα σύνορα, ήταν πιο ζωντανή συγκριτικά με το Κίεβο, όπου οι εικόνες ήταν πολύ σοκαριστικές. Δεν ξέρω αν συνηθίζονται, εμένα μου έδινε δύναμη το γεγονός ότι ήξερα πως, για εμένα, αυτό σε κάποια στιγμή θα τελείωνε. Με βεβαιότητα μπορώ να σου πω ότι συνηθίζεις τις σειρήνες, από ένα σημείο και μετά δεν σε τρομάζουν.

Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα σε κεντρικό δρόμο του Κιέβου, ήταν οι σοροί αμάχων, στην προσπάθειά τους να φύγουν. Επειδή είχαν περάσει ημέρες, τους έτρωγαν πια τα ζώα. Κάτι που επίσης δεν μπορείς να μεταφέρεις, είναι η μυρωδιά του θανάτου.

Η ιστορία της Olga, μίας γυναίκας από την Μπούτσα, ήταν η πιο δύσκολη για εμένα. Ήταν στα χαμένα, της είχαν κάψει το σπίτι, τα είχε όλα και τα έχασε μέσα σε μία ημέρα. Οι Ρώσοι χτύπησαν το παράθυρό της και της είπαν "ήρθαμε για να δούμε πού κρύβετε τους ναζί". Έβγαλαν τον σύζυγό της έξω στη διασταύρωση, τον έγδυσαν και τον απειλούσαν με όπλα. Δίπλα του, εκείνη περνούσε από ανάκριση, ξαφνικά άκουσε πυροβολισμούς και είδε τον άντρα της νεκρό στο έδαφος. Ήταν γυμνός. Το σώμα του, στο μεταξύ, το είχα αντικρίσει την πρώτη ημέρα που μπήκα στην πόλη. Την ιστορία την έμαθα μετά.

Δεν μπορείς να πεις κάτι σε τέτοιες περιπτώσεις. Μιλάς περισσότερο με τα μάτια. Εμένα μου ανοίχτηκε γιατί τη συνάντησα στο δρόμο τυχαία και της χαμογέλασα, χωρίς να την ξέρω. Πώς το αντιμετωπίζεις; Αποστασιοποιείσαι λόγω επαγγέλματος. Ένιωθα πως ό,τι συνέβαινε έπρεπε να το μεταφέρω όσο πιο αναλυτικά γινόταν στον κόσμο. Θεωρούσα χρέος μου να μεταδώσω εικόνες που δεν είχε τη δυνατότητα να δει.

Προκειμένου να εμποδίσουν την πρόσβαση των εισβολέων στις πόλεις, υπάρχουν τοποθετημένα πολλά εμπόδια, όπως καμμένα αυτοκίνητα, τρίαινες, σακιά κ.λπ. Στο Τσερνίχιβ χαθήκαμε κάπου στη διαδρομή, καθυστερήσαμε, και μετά στην επιστροφή υπήρχε μόνο σκοτάδι, ούτε φώτα δρόμου ούτε τίποτα. Ανά 200 μέτρα μόνο, υπήρχαν μπλόκα με πολιτοφύλακες, από απλούς πολίτες δηλαδή, όπως εγώ κι εσύ, που πήραν ένα όπλο για να προστατεύσουν την πατρίδα τους. Πηγαίναμε, λοιπόν, χωρίς φώτα στο αυτοκίνητο για να μην τους τρομάζουμε και προσπαθούσαμε, μέσω του διερμηνέα μας, να τους εξηγήσουμε ότι είμαστε Έλληνες δημοσιογράφοι. Εκεί φοβήθηκα πάρα πολύ, δεν ήταν δύσκολο να γίνει κάποια "στραβή".

Δεν τα έχω πει πολλές φορές όλα αυτά, δεν τα συζήτησα καν με τους δικούς μου. Δεν το αντέχουν όλοι και είναι λογικό. Άλλοι, πάλι, θέλουν να μου πουν εκείνοι τι συμβαίνει χωρίς να έχουν πάει εκεί. Δέχτηκα και πολλά αρνητικά μηνύματα. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις έρευνες, ένα ποσοστό περίπου 30% υποστηρίζει τους Ρώσους και κάποιοι μου έγραφαν ότι η παρουσίαση των γεγονότων ήταν μονόπλευρη. Ήταν όμως αναπόφευκτο, γιατί βρισκόμουν στην Ουκρανία και μετέδιδα εικόνες ανθρώπων που υπερασπίζονταν την εδαφική τους ακεραιότητα.

Έκανα πολλές συνεντεύξεις για να καταλάβω αν υπάρχουν ναζί. Όταν έμπαιναν οι Ρώσοι μέσα στα χωριά και τους έλεγαν "ήρθαμε να σας ελευθερώσουμε", οι κάτοικοι τους απαντούσαν "από ποιους;". Υπήρχαν εθνικιστές και ακροδεξιές οργανώσεις, όπως το τάγμα του Αζόφ, αλλά για τους Ουκρανούς ήταν ο στρατός τους, που –στην προκειμένη περίπτωση– πολεμούσε για την ελευθερία της πατρίδας τους.

Κάποιες εικόνες αναπαράγονται ακόμη στο κεφάλι μου, δεν θέλω να τις ξεπεράσω. Ένας ομαδικός τάφος, για παράδειγμα, με περίπου 100 σορούς που ήταν στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Τις είχαν θάψει, τις ξέθαψαν για να τις δει ο ιατροδικαστής, τις ξαναέριξαν μέσα, τις έβγαλαν ξανά για τους συγγενείς. Ύστερα, για να τις μεταφέρουν στα νεκροταφεία, τις σήκωναν με γερανό και τις τοποθετούσαν πάνω σε μία πόρτα. Αυτή η βεβήλωση του νεκρού, που δεν μπορεί να ησυχάσει η ψυχή του... Πώς να το ξεχάσεις αυτό;

Στον αντίποδα, η αθωότητα των παιδιών που είχαν περπατήσει χιλιάδες χιλιόμετρα, στους -10 βαθμούς, για να φτάσουν στην Πολωνία. Δεν γκρίνιαζαν – έπαιζαν, ήταν χαμογελαστά... Από όλο αυτό κρατάω ότι τα δεδομένα μπορούν να αναιρεθούν από τη μία στιγμή στην άλλη. Και ναι, θα ξαναπήγαινα.

Αλέξης Κουβέλης

Στην Ουκρανία έμεινα 22 ημέρες, φτάσαμε πριν από τον πόλεμο και βρεθήκαμε στα μετέπειτα πεδία των μαχών, στο Τσερνίκι, το Χάρκοβο, κάναμε ρεπορτάζ στο Κίεβο και καταλήξαμε Ζαπορίζια και μετά Μαριούπολη. Κάναμε κάτι σαν έναν νοητό γύρο στα σύνορα, από όπου ύστερα εισέβαλαν οι Ρώσοι.

Στη Μαριούπολη ένιωθες ότι η πόλη θα ισοπεδωθεί, ότι θα γίνει μεγάλο κακό. Τότε φοβήθηκα, όταν κατάλαβα ότι ήμουν περικυκλωμένος από Ρώσους σε ουκρανικό έδαφος. Έβγαινες έξω να πάρεις λίγο αέρα, άκουγες γύρω σου να πέφτουν βόμβες και αναρωτιόσουν: "Πού βρίσκομαι;". Σε 24 ώρες κατέρρευσαν τα δίκτυα και εγκλωβιστήκαμε, βρεθήκαμε περικυκλωμένοι, και από την περιγραφή περάσαμε στην αφήγηση.

Ο πόλεμος ξεκίνησε Πέμπτη. Παρασκευή βράδυ τρώγαμε σε μία πιτσαρία στη Μαριούπολη, που δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη. Κοιμόμασταν σε χαρτόκουτα, τρώγαμε ψωμί και τυρί για πέντε ημέρες. Ξαναφάγαμε σε πιάτο Τετάρτη βράδυ, κι αυτό χάρη σε έναν Έλληνα ομογενή –να είναι καλά ο Ευκλείδης–, o οποίος μας έβαλε σε ένα σούπερ μάρκετ, παρακάμπτοντας μία ουρά, για να εξασφαλίσουμε τις προμήθειές μας.

Δεν μας απασχολούσε καθόλου το φαγητό, υπήρχαν πολύ πιο σοβαρά προβλήματα. Αυτά ήταν επουσιώδη, χόρταινες. Ούτε ηρωισμοί ούτε τίποτα, έτσι τα έφεραν οι συνθήκες. Θέλαμε μόνο να επιστρέψουμε ασφαλείς. Εντέλει, φύγαμε κακήν-κακώς με ένα καραβάνι προσφύγων, μας "έδωσαν" έναν βομβαρδισμένο δρόμο, "διάδρομο σωτηρίας", και μετά μας άφησαν στην τύχη μας. Περάσαμε μέσα από τα ρωσικά άρματα, μόλις πλησιάσαμε μας σημάδεψαν επιτηδευμένα, για ψυχολογική πίεση.

Είναι δύσκολο να μεταφέρεις την ανατροπή στη ζωή των ανθρώπων εκεί. Ήταν κανονικοί άνθρωποι, συζητούσαμε για το πόσο λαχταρούν να κάνουν διακοπές το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Σήμερα έλαβα ένα μήνυμα από μία φίλη που έκανα εκεί, ότι θα πάει σε ψυχολόγο. Πάνοπλοι Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονταν έξω από το σημείο όπου ήταν κρυμμένη και δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Βλέπει συνεχώς εφιάλτες, ότι είναι περικυκλωμένη και ότι ψάχνουν να βρουν έναν τρόπο να σπάσουν την περίμετρο για να σωθούν. Άραγε, τι να απέγινε ο Ουκρανός στρατιώτης που μου χάρισε το σήμα του και βγήκαμε μαζί φωτογραφία; Συχνά αναρωτιέμαι.

Παίζει μεγάλο ρόλο η συμπαράσταση που έχεις. Εμένα μου τηλεφωνούσε συνεχώς η σύζυγός μου, Κωνσταντίνα Φόρτη. Είναι δημοσιογράφος επίσης, συνεπώς ήξερε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα. Ούτε να την ξεγελάσω μπορούσα, καταλάβαινε τα πάντα. Η πιο συγκινητική στιγμή για εμένα, ήταν όταν μου είπε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση στο σπίτι γιατί ο γιος μου ο Κωστής, μαθητής της Α' Γυμνασίου, της έλεγε ότι αν ήταν εκείνη στη Μαριούπολη, "ο μπαμπάς θα ερχόταν να σε πάρει με το αμάξι, ό,τι και να γινόταν".

Τα τηλεφωνήματα που δεχόμουν ήταν πολύ υποστηρικτικά, επίσης. Θυμάμαι έναν φίλο μας από την Κρήτη –μένω στα δωμάτιά του στις διακοπές– που με κάλεσε, ένα απόγευμα, και με ρώτησε τι γίνεται εκεί πάνω. Είχε θιχτεί ο εγωισμός του, είχαν περικυκλώσει τον φίλο του και ήθελε, ο αψύς Κρητικός, ο λεβέντης, να ανέβει να τον βοηθήσει, λες και μπορούσε.

Η μεγαλύτερη ανταμοιβή είναι ότι με σταματούν συνάδελφοι από άλλα, ανταγωνιστικά κανάλια και μου δίνουν συγχαρητήρια για την αξιοπρέπειά μου. Ακριβώς με τις λέξεις που σου το λέω. Μην το μεγαλοποιούμε, όμως, η ανάγκη σε κάνει να είσαι ψύχραιμος. Είσαι εκεί για δουλειά, τι να κάνεις; Και να βάλεις τα κλάματα, δεν θα βγει τίποτα. Πρέπει να γυρίσεις ζωντανός.

Δεν υπάρχουν ούτε ήρωες ούτε τίποτα. Ένας καλός ρεπόρτερ που έχει ζήσει τα τελευταία 10 χρόνια της κρίσης στην Αθήνα, για εμένα, μπορεί να σταθεί σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πιστεύω ακράδαντα πως οι Έλληνες ρεπόρτερ που δουλεύουν στον δρόμο έχουν πολύ υψηλό επίπεδο.

Τις προβλέψεις τις αφήνω στους διεθνείς αναλυτές –που έπεσαν έξω στην αρχή του πολέμου– και εύχομαι ειρήνη για όλο τον κόσμο. Όταν γύρισα, για πολλές ημέρες αισθανόμουν σαν να πρόδωσα τον κόσμο που άφησα πίσω. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αυτά θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στην Ελλάδα ή αν εγώ τύχαινε να είμαι Ουκρανός.

Δεν θα σου πω ότι άλλαξε η ζωή μου. Όπως γκρίνιαζα, μετά από λίγες ημέρες, το ίδιο γκρινιάζω. Ωστόσο, αρκετά πράγματα πλέον τα σκέφτομαι με διαφορετικό τρόπο. Μη φανταστείς τεράστιες αλλαγές, η κατάσταση σε ωριμάζει και σου δημιουργεί πολλές σκέψεις.

Δεν πιστεύω ότι αυτά θα ξεθωριάσουν ποτέ στο μυαλό μου. Δεν θέλω να με λένε ούτε πολεμικό ανταποκριτή ούτε τίποτα. Πήγα, το έζησα, όμως δεν θέλω να το πολυσυζητάω. Τα μοιράζομαι όλα για να καταλάβει ο κόσμος ότι ο πόλεμος δεν είναι video game. Θυμάμαι πώς ένιωσα όταν είδα τη δυστυχία αυτή. Έλεγαν οι παλιοί "υγεία και ειρήνη να έχουμε" και με τα χρόνια πήγε κάπως πίσω σαν ευχή. Εκεί κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσαν.

Μίλτος Σακελλάρης

Στην Ουκρανία μπήκα 6 ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ήμουν ήδη στη Ρουμανία. Δέχτηκα αμέσως μόλις μου το πρότειναν, ήθελα να πάω έτσι κι αλλιώς. Το είχα πει και στους δικούς μου, ως έναν βαθμό ήταν προετοιμασμένοι ψυχολογικά. Συνολικά έμεινα 40 ημέρες.

Στην Ουκρανία πήγαμε με τα πόδια από το Σιρέτ και ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισα ήταν ένας συνοριοφύλακας του στρατού, που δεν μιλούσε αγγλικά. Του δείξαμε διαβατήρια και δημοσιογραφικές ταυτότητες, και όταν κατάλαβε, έγινε αμέσως βοηθητικός απέναντί μας. Εμείς ήμασταν τρεις και από την άλλη μεριά, σε έναν παράλληλο διάδρομο με συρματοπλέγματα, υπήρχε πάνω από 15 χλμ. ουρά από κόσμο που εγκατέλειπε τη χώρα. Αυτή η εικόνα σε τρομάζει. Εκεί κατάλαβα ότι πηγαίνω στον πόλεμο.

Φτάνοντας με τρένο στο Κίεβο, είχαν πέσει θραύσματα πυραύλου σε μία αποθήκη δίπλα ακριβώς από τον σταθμό, συνεπώς ακούσαμε αμέσως σειρήνες. Αυτό που έκανα, ήταν να παγώσω το συναίσθημά μου για να μπορώ, αποστασιοποιημένος, να κάνω ρεπορτάζ. Είναι μονόδρομος, από τη στιγμή που είσαι σε αυτή τη συνθήκη. Είπα "αυτό είναι τώρα".

Σε μία εμπόλεμη ζώνη τα περισσότερα είναι θέμα τύχης, ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί οτιδήποτε και να χάσεις τη ζωή σου. Για παράδειγμα, μετά από περίπου 20 ημέρες πολέμου, αν δεν κάνω λάθος, βομβαρδίστηκε μία αποθήκη στρατιωτικού εξοπλισμού των Ουκρανών που απείχε 1,5 χλμ. από το ξενοδοχείο όπου μέναμε.

Θυμάμαι να λυγίζω. Την τρίτη ημέρα που βομβαρδιζόταν το Ιρπίν, μπροστά από μία γκρεμισμένη γέφυρα από όπου προσπαθούσαν να περάσουν οι άμαχοι, είδαμε μία νεκρή οικογένεια. Βρισκόταν στην άκρη του δρόμου καλυμμένη με σεντόνια, ωστόσο μπορούσες να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν δύο παιδιά με τη μητέρα τους, που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Σου προκαλεί πόνο, στενοχώρια, θυμό, και εμένα αυτά μου βγήκαν όλα μαζί τη στιγμή που άρχισε να μας διώχνει από το σημείο, ωρυόμενος, ένας Ουκρανός στρατιώτης. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε και μετά, μέσα στο αμάξι, ήμασταν με τον οπερατέρ μου εντελώς χαμένοι. Κάθε φορά που το περιγράφω, το βιώνω και καλύτερα. Στην αρχή δεν ήθελα, αλλά η περιγραφή βοηθά να ξεπεράσεις καταστάσεις και συναισθήματα.

Οι κάμερες δεν μπόρεσαν να δείξουν τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε, σταδιακά, η ζωή στο Κίεβο. Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, όταν έφτασα, ήταν μία πόλη-φάντασμα, σταδιακά άδειαζε, και μετά τις 20-25 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν εξασθενήσει, τα μαγαζιά ξεκίνησαν να ανοίγουν και πάλι, τα σχολεία λειτουργούσαν μέσω τηλεκπαίδευσης ακόμη και στα καταφύγια. Δεν υπήρχε εικόνα που μπορούσαμε να δείξουμε και δεν το κάναμε. Προφανώς, δεν γινόταν να προβάλλουμε τις τοποθεσίες όπου πηγαίναμε για να προστατευτούμε, ώστε να μη γίνουμε στόχος.

Πιο αισιόδοξα ήταν τα πράγματα όταν πια φεύγαμε, επειδή υπήρχαν πληροφορίες από τον ουκρανικό στρατό πως αποχωρούσαν οι ρωσικές δυνάμεις από το Κίεβο για να ανασυνταχθούν. Καταλάβαινες ότι οι Ρώσοι είχαν ηττηθεί εκεί. Σε κάποια στιγμή, βρεθήκαμε με τους υπόλοιπους Έλληνες ανταποκριτές σε απαγόρευση κυκλοφορίας και φάγαμε όλοι μαζί, προσπαθώντας να ζήσουμε λίγο φυσιολογικά μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Όταν είσαι σε διαρκή ένταση, πρέπει να βρίσκεις τρόπους να σου θυμίζει η καθημερινότητα κάτι από την κανονική σου ζωή.

Από τους Ουκρανούς θα μου μείνει η αποφασιστικότητα και η αγνή τους αγάπη για την πατρίδα. Όχι μόνο δεν συνάντησα ναζί, αλλά είδα απλούς πολίτες που πάλευαν για την ελευθερία τους από τότε μέχρι και σήμερα. Είδα οικογενειάρχες που έχασαν τους δικούς τους, ανθρώπους που είχαν στήσει τη ζωή τους εκεί, και σε καμία περίπτωση δεν είχαν σβάστικες στα σπίτια τους, πουθενά. Σίγουρα υπάρχει το τάγμα του Αζόφ, που λέγεται ότι έχει απορροφηθεί σε ένα βαθμό από τον στρατό και την αστυνομία, ωστόσο δεν τους συνάντησα ποτέ. Σύμφωνα με τους πολίτες, άλλωστε, πρόκειται για ένα πολύ μικρό ποσοστό, υπολόγισε ένα 2%.

Θα ξαναπήγαινα στον πόλεμο, ναι, με την κατάλληλη προετοιμασία και στήριξη, όπως και πήγα δηλαδή. Θα έφευγα να καλύψω οποιαδήποτε εμπόλεμη συνθήκη, είναι επιθυμία μου να είμαι παρών στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και να τα καλύπτω σε διεθνές περιβάλλον. Η δουλειά του δημοσιογράφου, άλλωστε, είναι να δείχνει την αλήθεια.

Αυτή η εμπειρία σίγουρα με έχει αλλάξει και σαν άνθρωπο και σαν επαγγελματία. Επαγγελματικά με ωρίμασε πολύ η διαδικασία, κινούμαι πλέον πολύ διαφορετικά. Ο πόλεμος μου δίδαξε ταπεινότητα και προσήλωση στον στόχο μας να μεταδίδουμε εικόνες. Αυτό το μάθημα θα το ακολουθώ και στα επόμενα ρεπορτάζ μου. Σε προσωπικό επίπεδο, έμαθα να εκτιμώ διαφορετικά τις καταστάσεις και τα συναισθήματα, δίνω περισσότερη αξία στη ζωή, στις ανθρώπινες σχέσεις και σε αυτά που έχω. Ήταν ένα πάρα πολύ καλό μάθημα για εμένα, ώστε να καταλάβω ότι τίποτα από τα καλά πράγματα που μου συμβαίνουν, μέσα στις εκάστοτε δυσκολίες, δεν είναι δεδομένο. Είμαστε υγιείς.

Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.