Μόνο λίγα δεν ήταν τα πραγματάκια που "έτρεξαν" στο πεδίο του φαγητού, του ποτού και του κρασιού τους προηγούμενους 12 μήνες. Εστιατόρια, μπαρ και οινοποιεία συζητήθηκαν, δημιουργοί ξεχώρισαν, υλικά έπαιξαν και trends διαμορφώθηκαν, δίνοντας το κατιτίς τους σε ποτήρια και πιάτα, σε τραπέζια και μπάρες.

Microbakeries, παντού

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η μυρωδιά της φρεσκοψημένης ζύμης έχει αρχίσει να αντικαθιστά το βουητό των βιομηχανικών φούρνων (αλλά κι εκείνων της γειτονιάς, που γίνονται πια είδος υπό εξαφάνιση) σε όλη την Αθήνα.

Μια νέα γενιά αρτοποιών, οι περισσότεροι –πολλοί εκ των οποίων είναι και σεφ– φέρνουν σταδιακά την επανάσταση στον άρτο, πειραματίζονται με προζύμι, δημητριακά, αλεύρι και διάφορες άλλες πρωτότυπες γεύσεις, εργάζονται σε μικρούς χώρους, ψήνουν σε περιορισμένες ποσότητες και αντιμετωπίζουν το καθημερινό ψωμί ως μια δημιουργία εστιατορίου υψηλής ποιότητας.

Εστιάζουν στην ποιότητα και την ατομικότητα, στις χειροποίητες δημιουργίες, στον πολυμορφικό χαρακτήρα του μαγαζιού τους, και φυσικά στο virality των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κάπως έτσι λοιπόν εξαπλώνεται η μόδα της εποχής στην εστίαση, τα microbakeries.

Σουβλάκι στα (περίπου) 5 ευρώ

Πάνω που το εθνικό street food άρχισε να γίνεται ολοένα και καλύτερο, η τιμή του πήρε την ανιούσα, για λόγους πολυπαραγοντικούς. Ένα πλαφόν θα χρειαζόταν, περισσότερο από ποτέ.

Καφενεία που δεν είναι καφενεία

Η απλοποιημένη εκδοχή της εστιατορικής γεύσης θέλει τα "καφενεία" να εξαπλώνονται. Όπου "καφενεία", βάλε φαγάδικα που συστήνονται κάπως έτσι, σερβίρουν περιποιημένο φαγητό σε χαλαρό και οικείο περιβάλλον. Και, ίσως, οικειοποιούνται τον όρο για να είναι περισσότερο user-friendly. Ας είναι, όσα έχουμε δει έως τώρα είναι σίγουρα αξιόλογα μέρη (π.χ. Πλυτά στη Γούβα, Το Καφενείο στο Κολωνάκι) και ευελπιστούμε το ίδιο και για εκείνα που έρχονται (Φλάρος κ.ά.).

Φουά γκρα με ποπκόρν από τη μία, αγκινάρες από την άλλη

Ένα από τα πιο fun combos σε πολλά high-end εστιατόρια είναι πια το δίπολο του φουά γκρα με το ποπκόρν. Πίστεψέ με, λειτουργεί πολύ καλά, κι ας μην το έβλεπες να έρχεται. Παράλληλα και συμπληρωματικά, όχι απαραίτητα στα υψηλότερα κλιμάκια της εστιατορικής γεύσης αλλά και σε πιο comfort καταστάσεις, φάγαμε –κι εξακολουθούμε να τρώμε– μπόλικη αγκινάρα, σε οποιαδήποτε υφή: Από κομμάτια και πουρέ μέχρι πίκλα και μαρμελάδα.

Το καλύτερο οινοποιείο του κόσμου, το Vik

Όταν ο θεσμός The World’s 50 Best Vineyards ανακοίνωσε ότι το Vik βρίσκεται ανάμεσα στα καλύτερα οινοποιεία παγκοσμίως, πολλοί ειδικοί δεν εξέφρασαν απορίες. Αλλά επιβεβαίωση. Κι αυτό γιατί το νο.1 της φετινής λίστας, το Vik στο Millahue της Χιλής, αποτελεί ένα ξεχωριστό σημείο του πλανήτη όπου το κρασί δεν παράγεται απλώς αλλά "γεννιέται" μέσα από μια φιλοσοφία που αγκαλιάζει τη γη, την τέχνη, την τεχνολογία και τον άνθρωπο. Εκεί βρίσκεται η ουσία της επιτυχίας του.

Γεννήθηκε από ένα όραμα που με την πρώτη ματιά θα φαινόταν υπερβολικά φιλόδοξο, και ήταν να δημιουργηθεί στη Νότια Αμερική το καλύτερο κρασί του κόσμου. Το 2004, οι Alex και Carrie Vik συγκέντρωσαν μια ομάδα ειδικών (γεωλόγων, οινολόγων, κλιματολόγων και ειδικών καλλιέργειας) και ξεκίνησαν μια διετή έρευνα σε όλη την ήπειρο, μέχρι να εντοπίσουν τη γη που θα μπορούσε να το επιτρέψει.

Η απάντηση βρέθηκε στη Millahue, στην κοιλάδα Cachapoal της Χιλής. Μια περιοχή που οι Mapuche ονόμασαν "τόπο του χρυσού", όχι μόνο για το χρώμα του χώματος, αλλά και για τις φυσικές της ευλογίες. Πλέον, λειτουργεί ως αμπελώνας, οινοποιείο, ξενοδοχείο, εστιατόριο και λούνα παρκ για κάθε αληθινό λάτρη του κρασιού.

Maido for the win

Ο κόσμος της γαστρονομίας συγκεντρώθηκε –κυριολεκτικά και μεταφορικά– το βράδυ της 20ής Ιουνίου στο Τορίνο, για να γιορτάσει και να αναγνωρίσει τα The World’s 50 Best Restaurants 2025, με το Maido από τη Λίμα του Περού να ανακηρύσσεται ως το Καλύτερο Εστιατόριο στον Κόσμο για το τρέχον –μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές– έτος. Η τελετή απονομής φιλοξενήθηκε στο Lingotto Fiere, με τη λίστα του έγκριτου θεσμού να συγκεντρώνει γαστρονομικό ταλέντο από 22 χώρες σε πέντε ηπείρους.

Στα The World’s 50 Best Bars πάμε καλά…

© Victoria Chawn

© Lightfoot Agency

Για ακόμη μια χρονιά, ο κορυφαίος θεσμός των The World's 50 Best Bars ξεχώρισε τα καλύτερα μπαρ του πλανήτη. Ανάμεσα σε αυτά, πανταχού παρούσα και δυναμική η ελληνική σκηνή, με τρία αθηναϊκά σποτ: Το πρωτοπόρο Line Athens στο νο.8, το εμβληματικό Baba Au Rum στο νο.27 (στο οποίο δόθηκε επίσης και το βραβείο Legend of the List Award 2025 – πριν δύο χρόνια είχε απονεμηθεί στο The Clumsies) και, new entry, το The Bar in Front of the Bar (νο.47). Για την ιστορία, στην κορυφή βρέθηκε το Bar Leone από το Χονγκ Κονγκ.

…αλλά όχι μόνο σε αυτά

Τα βραβεία του The Pinnacle Guide ήρθαν ως ένας ακόμη θεσμός επιβράβευσης για την αριστεία στα μπαρ του μάταιου τούτου κόσμου. Πρόκειται για ένα γρήγορα εξελισσόμενο διεθνές σύστημα αναγνώρισης για τα καλύτερα cocktail bars του κόσμου, σε ένα πλαίσιο κατάταξης με 1, 2 ή 3 pins που αντιστοιχούν στους χαρακτηρισμούς "άριστο", "εξαιρετικό" και "υποδειγματικό", αντίστοιχα.

Στα βραβευμένα μπαρ για το 2025 (στη δεύτερη μόλις λίστα της ύπαρξής του), μεταξύ άλλων υπάρχουν πέντε ελληνικές παρουσίες, με τρία αθηναϊκά μπαρ, ένα από τη Θεσσαλονίκη και ένα από τον Βόλο. Πιο συγκεκριμένα, τα The Bar In Front Of The Bar και The Clumsies βραβεύτηκαν με 2 pins, ενώ από μία δόθηκε στο Baba Au Rum, το Purovoku της Θεσσαλονίκης και το βολιώτικο Red Nose.

Η ώρα του αστακού;

Το κόκκινο χρώμα του τραβά εύκολα το βλέμμα. Η ντελικάτη σάρκα του γοητεύει τη γευστική παλέτα. Είναι πάντοτε θελκτικό το να βλέπεις έναν τέτοιο στο πιάτο σου. Ο βασιλιάς των θαλασσινών εδεσμάτων εξελίχθηκε σε trend και συναντάται ακόμη και σε comfort προσεγγίσεις στην εστιατορική Αθήνα. Έτσι, τον βλέπουμε πλέον όχι μόνο στις (πόσο 90s, Θεέ μου) αστακομακαρονάδες αλλά και σε φίνα μπριός, σε surf and turf παντρέματα με μπριζόλες, σε γιουβέτσι και σε tacos.

Η μεγάλη στιγμή των μικρών ποτών

Καθώς η σκηνή των μπαρ –και κατ’ επέκταση η κουλτούρα των cocktails– εξελίσσεται, νέα trends εμφανίζονται και παλαιότερες τάσεις ανανεώνονται ή ακόμη και επαναπροσδιορίζονται. Ισορροπώντας ανάμεσα σε όλα αυτά, κάπου εκεί στο βάθος, τα mini/miniature cocktails (ή τα μισά ποτά, αν προτιμάς) φαίνεται να διεκδικούν την προσοχή, σαν μια μικρότερη και ελεγχόμενη ματιά στην απόλαυση της μιξολογίας δίχως τη δέσμευση της πλήρους αλκοολικής μερίδας.

© Victoria Chawn

Περισσότερο θα το χαρακτηρίζαμε σαν μια κομψή και συνειδητή ευ πίνειν λύση, εναλλακτική στο σφηνάκι, ευκαιρία περαιτέρω εξερεύνησης ενός μενού ή της φιλοσοφίας ενός bartender, ή απλά μια ευχάριστη ανάπαυλα.

Συνέδρια γαστρονομίας

Στο εξωτερικό και στις πιο δυναμικές στο πεδίο του fine dining περιοχές του κόσμου (όπως για παράδειγμα στην Ισπανία και τις σκανδιναβικές χώρες), τα συνέδρια γαστρονομίας είναι κάτι συνηθισμένο, ενδιαφέρον και επιδραστικό. Πλέον, βλέπουμε την εν λόγω συνήθεια να εξαπλώνεται και στη χώρα μας, με μερικά τέτοια να έχουν ήδη διεξαχθεί και κάποια ακόμη να ετοιμάζονται. Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα, αρκεί να μη θεωρηθεί κάτι εύκολο – και αντιμετωπιστεί αναλόγως από όλους τους εμπλεκομένους.

Η επιστροφή των Σωτήρη Κοντιζά, Δημήτρη Κατριβέση και Γιάννη Παρίκου

Στο Τanpopo, o δημοφιλής παρουσιαστής αλλά και γευσιπλάστης Σωτήρης Κοντιζάς μάς έβαλε να δούμε μια cult γιαπωνέζικη ταινία που ήξερε μόνο ο ίδιος – ερμηνεύτηκε με ράμεν και λοιπές λιχουδιές.

Στο Hafu, το νέο εστιατόριό του, τον βλέπουμε να φορά ξανά ποδιά, να μπαίνει στην κουζίνα και να σερβίρει πράγματα για τα οποία ξεχώρισε αμέσως –κατά το πρόσφατο παρελθόν– στην εστιατορική πιάτσα. Burger μπακαλιάρου και τηγανητό κοτόπουλο, πατατόψωμο, soba noodles με ταχίνι και πέστροφα – κάποιοι από τους διάσημους πρωταγωνιστές εδώ. Πιάτα που αγαπήθηκαν σε remastered εκδοχές.

Η επιστροφή Κοντιζά όμως δεν είναι η μόνη σημαντική στα της ελληνικής πρωτεύουσας γευστικά δρώμενα. Ένας άλλος χαρισματικός δημιουργός, ο Δημήτρης Κατριβέσης –με τον αστεράτο Σουηδό σεφ και restaurateur Ebbe Vollmer– παρουσιάζει το Smoku, μια izakaya στο χώρο του παλιού Drunk Sinatra, και σύντομα ακολουθεί το Tasting Room, ένα πιο γαστρονομικό εστιατόριο 20 θέσεων, με ιαπωνική κατεύθυνση και μενού γευσιγνωσίας 9 σταδίων. 

Τέλος, ο επίσης εξαιρετικά αξιόλογος Γιάννης Παρίκος, χτυπά με την ταβέρνα Kedros, στη Λυκόβρυση, αλλά και με τον επαναπροσδιορισμό του Artisanal.

Επέλαση fast-foodάδικων στο Χαλάνδρι και designάτα burgerάδικα

Δεν ξέρω αν το πήρε πουθενά το μάτι σου, αλλά φαίνεται πως global αλυσίδες γρήγορης εστίασης αποφάσισαν να φτιάξουν τη δική τους γαστρονομική Silicon Valley στο Χαλάνδρι. Η γειτονιά των Β.Π. σε λίγους μήνες γέμισε με παγκοσμίως αναγνωρίσιμα ταχυφαγεία, δίνοντας αφορμές στους πιτσιρικάδες να τα γνωρίσουν και σε όλους τους υπόλοιπους να τα αποδοκιμάσουν.

Στον αντίποδα και σε ένα ευρύτερο αθηναϊκό πλαίσιο, ένα άλλο trend παίζει. Μια τάση που έχει ρεύμα περίπου όσο τα σουβλατζίδικα, οι νεο-ταβέρνες, τα βινύλια, τα ορθάδικα-χοροπηδάδικα-με-κοκτέιλ-στο-χέρι και, ασφαλώς, τα microbakeries. Ζούμε πια (και) στην εποχή των ultra-designάτων burgerάδικων.

Τα αρχιτεκτονικά γραφεία και τα design studios δεν περιορίζονται απλά στο να φτιάξουν έναν λειτουργικά νόστιμο χώρο που ανοίγει την όρεξη, αλλά επιδιώκουν να πάνε το "παιχνίδι" αρκετά βήματα πιο μακριά, με εσωτερικά που μοιάζουν να ξεπήδησαν από σελίδες περιοδικών και συστήνονται σχεδόν σαν μικρές σκηνές μιας εμπειρίας, πολύ πιο μακριά από το burger.

Ο Rasmus Munk και οι Έλληνες κορυφαίοι σεφ των Best Chef Awards

Ο Δανός σεφ Rasmus Munk, του εστιατορίου Alchemist στην Κοπεγχάγη, τιμήθηκε ως ο Καλύτερος Σεφ στον Κόσμο, στα βραβεία Best Chef Awards 2025, στις αρχές Οκτωβρίου. Έχοντας κερδίσει για πρώτη φορά τον τίτλο το 2024, γίνεται πλέον ο πρώτος Σκανδιναβός σεφ που κατακτά τη διάκριση περισσότερες από μία φορές. Τα Best Chef Awards ιδρύθηκαν το 2015, ενώ η πρώτη λίστα ανακοινώθηκε το 2017.

Μέχρι σήμερα, μόνο τρεις σεφ έχουν καταφέρει να βρεθούν στην πρώτη θέση της λίστας περισσότερες από μία φορές: ο Juan Roca του El Celler de Can Roca (2017 και 2018), ο Dabiz Muñoz του DiverXO (2021, 2022 και 2023) και πλέον ο Rasmus Munk (2024 και 2025). Στην ίδια λίστα για φέτος υπήρχαν και πέντε πολύ σημαντικές ελληνικές παρουσίες.

Πρόκειται για τους Δημήτρη Μουδιό, Γιώργο Παπαζαχαρία, Τάσο Μαντή, Αλέξανδρο Τσιοτίνη, όλοι τους και στην περσινή λίστα, καθώς και τον Σταμάτη Μισομικέ, που εμφανίζεται σε αυτήν για πρώτη φορά.

Άπαντες τιμήθηκαν με ένα "Μαχαίρι" έκαστος (η τιμητική βαθμίδα εδώ είναι το Knife και εκτείνεται από 1 έως 3), πιστοποιώντας τη διαρκώς ανοδική πορεία της αθηναϊκής εστιατορικής σκηνής και τον αντίκτυπό της πια και σε διεθνείς λίστες πέραν του οδηγού Michelin. Αλλά κυρίως την προσωπική τους προσήλωση στο γαστρονομικό όραμα που ο καθένας υπηρετεί.

Hi-Fi bars και listening spots

Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, το να ακούσει κανείς μουσική ήταν μια πολύ απλή υπόθεση. Από τα βινύλια έως τα CD, η ποιότητα της μουσικής (κατά κύριο λόγο) συμβάδιζε με εκείνη του ήχου. Οι λάτρεις του Hi-Fi πολλαπλασιάζονταν, πολύ πριν αυτό γίνει κουλ. Με την επέλαση των MP3 και στη συνέχεια του streaming, κύρια μέσα διάδοσης της μουσικής έγιναν τα AirPods και τα 128 kbps – κάποια στιγμή η ποιότητα του ήχου έγινε θύμα της ψηφιακής εποχής.

Δεν είναι υπερβολή όμως να πούμε πως πλέον ζούμε μια ηχητική αναγέννηση σε εξέλιξη. Οι πωλήσεις βινυλίων αυξάνονται εκθετικά, οι δισκογραφικές εταιρείες και οι καλλιτέχνες δεσμεύονται ξανά στην αξία του ποιοτικού ήχου, προκειμένου να ενισχύσουν τη φήμη τους (και τις πωλήσεις). Μαζί με την αναβίωση του βινυλίου έχει έρθει και η διάδοση μιας από τις πιο ευχάριστες αλλά σχετικά αφανείς εμπειρίες της Ιαπωνίας: Του kissa, του jazz & record bar. Του listening bar, πιο απλά.

Πράσινα Αστέρια και πράσινα –Michelin– άλογα

Χωρίς καμία ανακοίνωση, χωρίς καμία εξήγηση, χωρίς καμιά αιτία που θα έλεγε και το τραγούδι, ο οδηγός Michelin έσβησε σιωπηλά το πιο "οικολογικό" του σήμα πριν λίγους μήνες. Τα περίφημα Green Stars, τα περιβόητα Πράσινα Αστέρια, που –υποτίθεται πως– επιβράβευαν τα εστιατόρια με βιώσιμες πρακτικές, εξαφανίστηκαν από τον κόκκινο οδηγό και δεν υπάρχουν πια στη λίστα των διακρίσεων, ούτε στα άρθρα που κάποτε τα προωθούσαν με περηφάνια. Όταν παρουσιάζονταν, πίσω στο 2020, η ιδέα έμοιαζε καλή και ο σκοπός απλός και ευγενής: Να αναγνωριστούν τα εστιατόρια που λειτουργούν με σεβασμό προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Όμως, από την αρχή, κάτι φαινόταν να μην πηγαίνει καλά. Σε αντίθεση με το παραδοσιακό σύστημα απονομής άστρων που, σωστό ή λάθος, βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια και αξιολογείται από εκπαιδευμένους επιθεωρητές, τα Green Stars δεν είχαν ποτέ σαφείς κανόνες. Ίσως, λοιπόν, η εξαφάνισή τους να μην είναι ακριβώς γαστρονομική απώλεια, αλλά ευκαιρία για επανεκκίνηση.

Και οδηγούμαστε σε μερικά μεγάλα ερωτήματα: Θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε αόριστα λόγια για "τοπικούς παραγωγούς και ψαράδες", ενώ το ουσιαστικό έργο μένει αθέατο; Θα επιτρέπουμε βραβεία "βιωσιμότητας" που ίσως να χρηματοδοτούνται και από τις ίδιες εταιρείες που δεν υποστηρίζουν ακριβώς το περιβάλλον; Και, κυρίως, πώς θα διασφαλιστεί ότι εκείνοι που πραγματικά δουλεύουν με ηθική και συνέπεια θα λάβουν την αναγνώριση που αξίζουν;

Οι σειρές κάνουν -και- τα ποτά πρωταγωνιστές

Ben Blackall/Netflix

Είναι μάλλον σπάνιο να βλέπουμε πια -σε αντίθεση με την πραγματική ζωή- τη drinks culture να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μικρή οθόνη - συνήθως περιορίζεται σε ένα μπαρ στο background ενός ραντεβού (ή ενός χωρισμού), ή σε κάποιον χαρακτήρα που το παράκανε με το ποτό για χάρη της πλοκής. Φέτος, όμως, αυτό φαίνεται κάπως να αλλάζει, κι αυτό γιατί το Netflix μας σέρβιρε δύο σειρές με επίκεντρο το ποτό και την κουλτούρα γύρω από αυτό: Μιλάμε ασφαλώς για το Black Rabbit και το House of Guinness.

Ακολούθησε το Esquire σε Facebook, Instagram και Twitter.