Τη στιγμή που διαβάζεις αυτές οι γραμμές, σε αρκετά εστιατόρια του Λος Άντζελες, λευκά ή ροζ μπολ με χυλό ρυζιού (ή πλιγούρι), μαζί με πολύχρωμα toppings καταφθάνουν στα τραπέζια.
Το congee κατακτά με γοργά βήματα τη δυτική ακτή των ΗΠΑ και ετοιμάζεται να εξαπλωθεί περαιτέρω. Τα πιο πολλά diners του LA έμοιαζαν να περιμένουν καιρό μία τέτοια ιδέα, κάτι δηλαδή που θα αντικαταστήσει το ramen στις καρδιές των foodies (και στα Instagram feed).
Θα αναρωτιέσαι γιατί ακριβώς μιλάμε. Το congee δεν είναι κάτι άγνωστο στην ασιατική γαστρονομική κουλτούρα. Το όνομά του προέρχεται από την ταμιλική γλώσσα (η φυλή των Ταμίλ είναι μία από τις πιο ιστορικές της νότιας Ινδίας και της Σρι Λάνκα) και αφορούσε αρχικά ένα περίφημο πιάτο της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας που φτιάχνονταν από κεχρί (ιδιαίτερα δημοφιλές δημητριακό στην Κίνα). Με το πέρασμα των αιώνων, η εν λόγω συνταγή πέρασε και στην κινέζικη παράδοση, με αποτέλεσμα να θεωρείται πια μία από τις κλασικότερες της κουζίνας της χώρας. Έχει καθιερωθεί όμως σαν παραδοσιακό πιάτο και σε άλλες περιοχές, κυρίως της ανατολικής Ασίας και σερβίρεται συνήθως σαν συνοδευτικό ή ακόμη και ως πρωινό.
Το congee φτιάχνεται με ρύζι που έχει βράσει αρκετά ώστε να μαλακώσει πάρα πολύ, στο οποίο προστίθενται κυρίως ζωμός κοτόπουλου ή ψαριού, σάλτσα σόγιας, σουσάμι, ψιλοκομμένα λαχανικά και βραστό αυγό. Φυσικά, η δημοφιλία που γνωρίζει εσχάτως έχει να κάνει και με τα πολλά δυτικά twists που του προσθέτουν οι μάγειρες στο Λος Άντζελες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό - άλλωστε, κακά τα ψέματα, έτσι έγιναν αγαπητά πολλά ασιατικά φαγητά παγκοσμίως.
Εκδοχές του υπάρχουν πολλές και διαφορετικές (συνήθως με κάποιο παρεμφερές όνομα) και εξαρτώνται κάθε φορά από την χώρα στην οποία φτιάχνεται. Για παράδειγμα, στη Μιανμάρ (hsan byok) προσθέτουν αρκετό κρεμμύδι, στη Καμπότζη (bobar) το τρώνε σχεδόν σκέτο, στην Ταϊβάν (teochew) το προτιμούν με μπόλικη γλυκοπατάτα, στην Ινδία (kanji) περιέχει συχνά και ξηρούς καρπούς, στην Ιαπωνία (okayu) υπάρχουν παραλλαγές του με σολομό και πίκλες, στην Κορέα (juk) τους αρέσει με φασόλια και κολοκύθα κ.ο.κ. Μέχρι και στην Πορτογαλία έχει φτάσει η χάρη του εδώ και αιώνες (χάρη στους εξερευνητές) και ονομάζεται canja de galinha. Η ιβηρική εκδοχή όμως φέρνει περισσότερο σε σούπα.
Η ιδέα του να παραγγείλεις χυλό σε ένα εστιατόριο φαίνεται προς το παρόν από αποτρεπτική έως λόγος για να τρέξεις μέχρι το πλησιέστερο σουβλατζίδικο και να ξεπλύνεις τη ντροπή της σκέψης σου με τουλάχιστον τρία τυλιχτά. Καλό θα είναι ωστόσο να αρχίσεις να τη βάζεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου, καθώς αργά ή γρήγορα θα φτάσει και στα μέρη μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, σίγουρα αργά, αν αναλογιστείς πως το πρώτο ramen εστιατόριο της Αθήνας άνοιξε μόλις πριν λίγες ημέρες.