Μια υπόθεση που μοιάζει περισσότερο με σενάριο από ταινία, έρχεται από τη Βραζιλία, όπου ένας πρώην επικεφαλής παραγωγής σε ζυθοποιείο αποφάσισε να στραφεί δικαστικά κατά του πρώην εργοδότη του, κατηγορώντας τον για την εξάρτησή του από το αλκοόλ.

Ο ενάγων, που εργάστηκε στην Ambev – τη μεγαλύτερη ζυθοποιία της Νότιας Αμερικής – από το 1976 έως το 1991, υποστήριξε ότι έπινε καθημερινά σχεδόν 4 λίτρα μπύρας στο πλαίσιο της δουλειάς του. "Ήμουν νέος και άπειρος και ποτέ δεν με προειδοποίησαν για τους κινδύνους που σχετίζονται με την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων μπύρας", είπε χαρακτηριστικά στο δικαστήριο.

Ποιοτικός έλεγχος

Ο ρόλος του περιλάμβανε τον έλεγχο ποιότητας, από τη δοκιμή νέων συνταγών μέχρι την παρακολούθηση της τελικής γεύσης. Όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατανάλωση δεν περιοριζόταν σε "μικρές γουλιές”, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, αλλά έφτανε σε επίπεδα καθημερινής υπερβολής – μέχρι και 7 μεγάλα ποτήρια τη μέρα. Και τις αργίες, λέει, ακόμα περισσότερα. Κάνοντας τον απολογισμό, μίλησε για 25.000 ποτήρια μπύρας μέσα σε 16 χρόνια εργασίας.

Η Ambev, από τη μεριά της, τόνισε ότι οι δοκιμές γίνονταν σε μικρές ποσότητες και ήταν τεχνικής φύσης. "Ανθρώπινα αδύνατο" χαρακτήρισε το σενάριο που περιέγραψε ο πρώην εργαζόμενος. Άλλωστε, όπως ειπώθηκε στο δικαστήριο, ο ίδιος συνέχισε να εργάζεται στον ίδιο κλάδο και μετά την αποχώρησή του από την εταιρεία.

Η απόφαση των δικαστών δεν τον δικαίωσε

Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε αμέλεια από πλευράς του ζυθοποιείου και πως τα συμπτώματα του αλκοολισμού του εμφανίστηκαν σχεδόν μια δεκαετία μετά την αποχώρησή του. Παράλληλα, υπογράμμισαν ότι ως έμπειρος επαγγελματίας όφειλε να γνωρίζει τους κινδύνους της υπερβολικής κατανάλωσης.

Το περιστατικό, αν και ανορθόδοξο, επανέφερε μια συζήτηση για τις πρακτικές ελέγχου στα εργοστάσια ποτών. Σήμερα, οι οδηγίες είναι σαφείς: οι εργαζόμενοι σε ποιοτικό έλεγχο οφείλουν να δοκιμάζουν το προϊόν αλλά χωρίς να το καταπίνουν, ειδικά στα πρώτα στάδια, όταν η περιεκτικότητα σε αλκοόλ είναι υψηλή. Ο έλεγχος είναι μεν απαραίτητος, αλλά η κατανάλωση – και ειδικά σε τόσο ακραία επίπεδα – όχι μόνο δεν προβλέπεται, αλλά θεωρείται επικίνδυνη.

Ακολούθησε το Esquire στο Facebook, το Twitter και το Instagram.