Οι μηνίσκοι είναι ανατομικοί ινοχόνδρινοι ιστοί που έχουν ημισεληνοειδές σχήμα και βρίσκονται στο γόνατο, ανάμεσα στο μηριαίο και στο κνημιαίο οστούν. Επιτελούν διάφορους ρόλους με κυριότερους την απορρόφηση κραδασμών και τον περιορισμό της υπερβολικής κίνησης του γόνατος.
Οι ρήξεις μηνίσκου είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους τραυματισμούς στο γόνατο και αυξάνονται με την ηλικία, με τον υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος και με την παρουσία κνημομηριαίας οστεοαρθρίτιδας.
Οι ρήξεις μηνίσκου μπορούν να ταξινομηθούν ευρέως ως οξείες ή εκφυλιστικές και μπορούν να έχουν διάφορες μορφές: επιμήκης, οριζόντια ρήξη ή ακτινωτή ρήξη.
Οξείες ρήξεις μηνίσκου εμφανίζονται πιο συχνά σε άτομα κάτω των 40 ετών και συχνά σχετίζονται με τον αθλητισμό.
Ενώ οι εκφυλιστικές ρήξεις εμφανίζονται συχνότερα σε ηλικιωμένους πληθυσμούς λόγω των αλλαγών στην ελαστικότητα που υφίστανται οι μηνίσκοι. Οι μελέτες δείχνουν ότι έως και το 50% των ρήξεων αυτών συμβαίνουν αυτόματα χωρίς οι ασθενείς να αναφέρουν τραυματισμό.
Άτομα με ρήξεις μηνίσκου μπορεί να παρουσιάσουν πόνο, οίδημα ,δυσκολία στην κίνηση του μέχρι και μπλοκάρισμα του γόνατος με αδυναμία έκτασης.
Η τελική διάγνωση επιβεβαιώνεται με την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας.
Η συντηρητική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει άσκηση, αναλγητική ή αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική αγωγή και ενδοαρθρική έγχυση συνήθως γλυκοκορτικοστεροειδών ή βιολογικών παραγόντων. Η άσκηση μπορεί να περιλαμβάνει έναν συνδυασμό ασκήσεων μυϊκής ενδυνάμωσης και διατάσεων και ασκήσεων που στοχεύουν στη βελτίωση της ισορροπίας.
Ωστόσο, αυτές οι συντηρητικές θεραπείες είναι απίθανο να βελτιώσουν τα μηχανικά συμπτώματα που προκύπτουν από ένα μετατοπισμένο ή ασταθές μηνίσκο.
Εάν δεν παρατηρηθεί ύφεση των συμπτωμάτων μετά από μερικές εβδομάδες, ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία, με τη μορφή αρθροσκόπησης.
Οι χειρουργικές επιλογές περιλαμβάνουν την εκτομή, την επισκευή ή την αντικατάσταση του κατεστραμμένου μηνίσκου.
Η μηνισκεκτομή, είναι η πιο κοινή θεραπεία για ρήξεις μηνίσκου. Αυτή περιλαμβάνει την αφαίρεση του κατεστραμμένου τμήματος του μηνίσκου.
Η αποκατάσταση στο παρελθόν περιοριζόταν στις ρήξεις του περιφερικού καλά αιματούμενου σημείου του μηνίσκου, ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έχουν αναφέρει επιτυχή αποκατάσταση ρήξεων που επεκτείνονταν και στην ανάγγεια ζώνη.
Η χειρουργική αντικατάστασης μηνίσκου έχει εξελιχθεί και χρησιμοποιείται όταν οι ρήξεις δεν μπορούν να επιδιορθωθούν ή όταν έχει καταστραφεί σημαντική ποσότητα μηνισκικού ιστού.
Σκοπός τόσο της συντηρητικής όσο και της χειρουργικής επέμβασης είναι η μείωση του πόνου, η αύξηση της λειτουργίας, η παροχή σταθερότητας και η πρόληψη περαιτέρω βλάβης στο γόνατο.
Ιδιαίτερα στις εκφυλιστικές ρήξεις του μηνίσκου έχει παρατηρηθεί ότι ο πόνος, η μειωμένη σταθερότητα της άρθρωσης και η συνεχώς μειωμένη βάδιση και άθληση του πάσχοντος συμβαίνουν αρκετά σταδιακά.
Αποτέλεσμα είναι να αλλάζει έτσι ύπουλα τόσο η ποιότητα ζωής όσο και το συνολικό επίπεδο υγείας.
Πολλοί ασθενείς με προβλήματα καρδιολογικά και αναπνευστικά στα όποια η κίνηση και η άθληση είναι ευεργετικά και απαραίτητα, μειώνουν έτσι την δραστηριότητα τους με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η αρθροσκοπική θεραπεία των μηνισκικών βλαβών είναι πλέον αναίμακτη και ανώδυνη.
Γίνεται μέσω δυο μικρών οπών μήκους ενός εκατοστού έκαστη και χρειάζεται παραμονή του ασθενούς λίγων μόνο ωρών στο νοσοκομείο.
Άμεσα ανακουφίζονται τα συμπτώματα του πόνου , αποκαθίσταται το εύρος κίνησης και προλαμβάνεται η πρώιμη εμφάνιση της οστεοαρθρίτιδας.
Με όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η συντηρητική θεραπεία των ρήξεων των μηνίσκων θα πρέπει να περιορίζεται στις βλάβες που δεν δίνουν συμπτώματα πόνου και δεν διαταράσσουν την λειτουργία του γόνατος.
*Ευχαριστούμε τον Δημήτριο Π. Δόβρη, Ορθοπεδικό Χειρουργό, Metropolitan Hospital, Διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών