Δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις πώς ακριβώς λειτουργεί ένας εσωτερικός μονόλογος — είτε έχεις επίγνωση ότι τον "ακούς", είτε όχι. "Σηκώνομαι να δουλέψω. Γιατί δεν κάνω τίποτα; Γιατί έγινε αυτό; Θα κάτσω να κλάψω". Οι φράσεις αυτές εμφανίζονται απροειδοποίητα, συχνά αιφνιδιάζοντας το ίδιο το άτομο που τις σκέφτεται. Δεν πρόκειται απλώς για μικρές υπενθυμίσεις της καθημερινότητας, αλλά για εκτενείς εσωτερικές συζητήσεις που πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Είναι σαν παιχνίδι με τον εαυτό σου, όπου κάθε σκέψη επιστρέφει πίσω για να απαντηθεί. Αυτό μπορεί να συμβεί οπουδήποτε: στον δρόμο, στο γραφείο ή μέσα στο σπίτι, με φράσεις που ξεστομίζονται χωρίς ακροατήριο.
Γιατί μιλάμε τον εαυτό μας-Σύμφωνα με έρευνες
Σε θεωρητικό επίπεδο, η αυτοομιλία μπορεί να φαίνεται παράξενη ή περιττή. Πολλοί την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή εκνευρισμό, τη θεωρούν ένδειξη τρέλας. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι που αυτή η συνήθεια υπάρχει και λειτουργεί. Φυσικά, όταν γίνεται υπερβολικά συχνή ή σχετίζεται με ψευδαισθήσεις, μπορεί να αποτελεί σημάδι σοβαρότερου ζητήματος. Σε φυσιολογικό πλαίσιο όμως, έχει πρακτικά οφέλη σύμφωνα με έρευνες.
Έρευνα του 2011 από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μάντισον εξέτασε τη σχέση της αυτοομιλίας με τη μνήμη. Είκοσι συμμετέχοντες κλήθηκαν να εντοπίσουν προϊόντα σε σούπερ μάρκετ. Την πρώτη φορά έψαχναν σιωπηλά, τη δεύτερη επαναλάμβαναν δυνατά το όνομα του προϊόντος. Η δεύτερη ομάδα βρήκε τα αντικείμενα πιο εύκολα. Όπως εξήγησε ο ψυχολόγος Gary Lupyan, η εκφώνηση της λέξης ενεργοποιεί στο μυαλό οπτικά στοιχεία που βοηθούν στον εντοπισμό του στόχου.
Αυτή η πρακτική δεν περιορίζεται στους "κοινούς θνητούς". Ο Αϊνστάιν, σύμφωνα με αναφορές, μουρμούριζε τις σκέψεις του, ενώ και στη λογοτεχνία ή τα μυστήρια βλέπουμε ντετέκτιβ να σκέφτονται μεγαλόφωνα καθώς συνθέτουν το παζλ. Πέρα από τη μνήμη, μελέτες δείχνουν ότι η προφορική αυτοομιλία αυξάνει τη συγκέντρωση και παρακινεί για δράση. Σε πείραμα του Πανεπιστημίου Bangor, άτομα που διάβασαν οδηγίες μεγαλόφωνα εκτέλεσαν καλύτερα την εργασία από όσους διάβασαν σιωπηλά.
Η πρακτική αυτή αποδίδει και σε αθλητικά περιβάλλοντα: μπασκετμπολίστες που έδιναν φωνητικές οδηγίες στον εαυτό τους είχαν καλύτερη ακρίβεια σε σουτ και πάσες. Επιπλέον, η χρήση δεύτερου ή τρίτου προσώπου ("μπορείς να το κάνεις", ή το ίδιο το όνομα αντί για "εγώ") φάνηκε να μειώνει το άγχος και να ενισχύει την αυτοπεποίθηση. Ο Julius Caesar χρησιμοποιούσε αυτή την τεχνική, γνωστή ως illeism, για να αποστασιοποιείται από τον εαυτό του και να σκέφτεται με μεγαλύτερη διαύγεια.
Η αυτοομιλία είναι κρίσιμη και στην παιδική ηλικία. Τα παιδιά μαθαίνουν μιλώντας για όσα κάνουν: "δένωτα κορδόνια", "κάνω θηλιά". Έρευνες σε 5χρονα έδειξαν καλύτερη απόδοση σε κινητικά τεστ όταν περιέγραφαν δυνατά τις κινήσεις τους. Στους ενήλικες, λειτουργεί ως μηχανισμός οργάνωσης και αποσαφήνισης σκέψεων. Όπως σημειώνει η ψυχολόγος Linda Sapadin, βοηθά να ξεχωρίζεις τι είναι σημαντικό και να κατασταλάζεις σε αποφάσεις.
Ο ερευνητής Charles Fernyhough παρατηρεί ότι το να λες κάτι μεγαλόφωνα το κάνει πιο "υλικό", πιο εύκολο να το θυμάσαι. Οι λέξεις αιωρούνται για ένα δευτερόλεπτο στον αέρα και αφήνουν ένα νοητικό αποτύπωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η πρακτική μπορεί να προσφέρει ψυχική αποσυμφόρηση και να μειώσει το στρες, καθώς δίνει μορφή στις σκέψεις και στις ανησυχίες.