Ένα από τα πιο απλά κοκτέιλ ή, μάλλον για να το θέσουμε πιο σωστά, ένα από τα πιο απλά είδη κοκτέιλ που υπάρχουν εκεί έξω, είναι το highball. Ο πατριάρχης των long drinks αποτελείται συνήθως από δύο συστατικά –απόσταγμα και ανθρακούχο (σόδα, tonic κ.λπ.)– και σερβίρεται στο ομώνυμο ψηλό ποτήρι, ασφαλώς συνοδεία πάγου. Μάλιστα, η γνήσια εκδοχή του highball δεν απαιτεί ανακάτεμα, καθώς οι φυσαλίδες του αναψυκτικού θα κάνουν τη δουλειά τους. Σε περίπτωση που δεν κατάλαβες ακόμη γιατί μιλάμε, ακόμη και ένα τζιν με σόδα ή ένα ουίσκι με ginger beer είναι highball. Εν αντιθέσει με κοκτέιλ όπως το fizz ή το Collins, εδώ δεν υπάρχει κάποιος χυμός φρούτου.
Η γοητεία του highball βρίσκεται στην απλότητά του, που όμως δεν το ρίχνει στην παγίδα του basicness. Είναι το αντίδοτο στα πολυδιαφημισμένα κοκτέιλ των επτά και άνω υλικών, που πολλές φορές μοιάζουν μπερδεμένα μέσα στην προσπάθεια του δημιουργού τους να ξεχωρίσουν και κυρίως μια ευχάριστη και δροσιστική αναβολή για να ξεκινήσεις λίγο αργότερα τα martini.
Το πιο γνωστό highball που θα συναντήσεις εκεί έξω είναι το ουίσκι με σόδα, αλλά, όπως συμβαίνει σε οποιαδήποτε περίπτωση στον κόσμο του ποτού, το θέμα έχει εξελιχθεί και ίσως αυτό πρέπει να το πιστώσουμε σε κάποιους πολύ αφοσιωμένους bartenders στην Ιαπωνία, χώρα στην οποία το highball γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία. Ο όρος highball φέρεται να εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1898: Οι bartenders της εποχής με βάση τη slang της εποχής αποκαλούσαν ball το ποτήρι, οπότε η ψηλή εκδοχή αυτού ονομάστηκε highball. Ο όρος έγινε σχεδόν συνώνυμο αρχικά οποιουδήποτε παντρέματος του ουίσκι με σόδα. Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά του όμως βρίσκεται στο Bartenders’ Manual του Harry Johnson το 1900.
Οι καλύτερες οινοπνευματικές εκπλήξεις του 2018