Το να προπονείς σε επαγγελματικό επίπεδο απαιτεί τρομακτική διαχείριση πίεσης και ελέγχου, που δύσκολα συναντά κανείς σε άλλα επαγγέλματα. Κι ενώ οι ψυχικές προκλήσεις που έχουν να διαχειριστούν οι αθλητές έχουν λάβει σημαντική προσοχή την τελευταία δεκαετία, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο και για τους ανθρώπους που επιβλέπουν τα πάντα από την άκρη του πάγκου. Ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να αναλάβει κανείς έναν ρόλο -ναι, ο προπονητής είναι τέτοιος- όπου χρειάζεται κάθε φορά να τα δίνεις όλα;
Από τον Ben Jhoty/ Απόδοση: Μπάμπης Δούκας
Ποιος θα είναι ο επόμενος προπονητής; Αυτό ήταν το ερώτημα στα χείλη όλων όσοι παρακολούθησαν τη λιτή συνέντευξη Τύπου του πρώην προπονητή ράγκμπι της εθνικής ομάδας της Αυστραλίας, Eddie Jones, μετά τη συντριβή των Wallabies από την Ουαλία με 40-6 στο πιο πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Jones καθόταν σε μια ηλεκτρική καρέκλα, σε μία δύσκολη θέση, στην οποία όλοι οι προπονητές στο υψηλότερο επίπεδο βρίσκονται κάποια στιγμή. Είναι μέρος της δουλειάς, αν μπορείς να αποκαλέσεις δουλειά αυτό που είναι μια πολυδιάστατη, έντονη και, για κάποιους, παθιασμένη εμμονή.
"Δεν θεωρώ πως ο ρόλος του προπονητή είναι καριέρα. Υπό οποιοδήποτε πρίσμα, οπτική ή μορφή", λέει ο Michael Cheika, προπονητής της εθνικής Αργεντινής στο ράγκμπι και πρώην World Rugby Coach of the Year, καθώς και ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορεί να κατανοήσει απόλυτα πώς ένιωθε ο Jones. Βλέπεις, είχε και ο ίδιος περάσει από τον πάγκο της Αυστραλίας, από το 2014 έως το 2019. "Μια μέρα, όταν μεγαλώσω, θα πρέπει να βρω μια κανονική δουλειά, όπως όλοι οι άλλοι".
Ο 57χρονος Cheika μου μιλά από το σαλόνι του σπιτιού του στο Παρίσι, όπου ζει προς το παρόν. Αγαπά τη real-time ένταση του παιχνιδιού αλλά και τη βδομάδα με βδομάδα, παιχνίδι με παιχνίδι, πτυχή της επαγγελματικής του ζωής, ασχέτως αν αρνείται να αποκαλέσει "επάγγελμα" αυτό που κάνει.
"Αυτό είναι το καλύτερο γιατί ξέρεις ότι η καθημερινότητα θα σε οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα, αργά ή γρήγορα", υποστηρίζει. "Τα πάνω δεν θα ήταν ποτέ τόσο όμορφα, αν δεν υπήρχαν κάποια στιγμή και τα κάτω. Έτσι, αυτό που απολαμβάνω περισσότερο είναι η προσοχή στη μέθοδο που θα οδηγήσει στα αποτελέσματα".
Η όλη στάση του Cheika βασίζεται όχι τόσο στην αυτοπεποίθηση –αν και, φυσικά, είναι σημαντική κι αυτή– αλλά στην υπέρτατη πίστη στον εαυτό του και τους συνεργάτες του. "Η αυτοπεποίθηση μπορεί να έρθει και να φύγει. Μπορείς να παρασυρθείς από αυτήν, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μετά από ένα κακό αποτέλεσμα, μπορεί να έχεις αμφιβολίες, για τα πάντα. Αλλά αυτό που σε επαναφέρει είναι η πίστη, η επιμονή στο πλάνο, το να γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις και πώς μπορείς να πετύχεις μέσα από αυτό".
Αν θέλεις λοιπόν να μάθεις αν αγαπάς πραγματικά κάτι, θα λάβεις μία σαφή επιβεβαίωση με το να αντιληφθείς αν τα πράγματα που σου αρέσουν ταυτίζονται με εκείνα που θεωρείς προσκλήσεις. Ή όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος προπονητής της pop κουλτούρας Ted Lasso: "Το να δεχθείς μια πρόκληση είναι το ίδιο πράγμα με την ιππασία. Αν νιώθεις άνετα ενώ το κάνεις, μάλλον το κάνεις λάθος".
Η άνεση σίγουρα δεν είναι κάτι που θα βρει κανείς σε αφθονία στο ελίτ προπονητικό επίπεδο. Είναι ένας ρόλος που σε βάζει σε μία αέναη μάχη με την αποτυχία. Όταν η πίεση γίνεται αχώριστος σύντροφος, το μόνο που μετρά είναι η νίκη – ή η ήττα. Και αυτό δεν σχετίζεται με την προσπάθεια του όποιου αθλητικού οργανισμού να βαδίσει προς τη σωστή κατεύθυνση, εκείνη που σχετίζεται με την ανάπτυξη και την κουλτούρα του. Κερδίζεις και είσαι ο Θεός. Χάνεις και θεωρείσαι ένοχος. "Όλο το ζουμί είναι στη δράση" που θα έλεγε και η περσόνα του Tom Sizemore (Michael Cheritto) στο Heat του Michael Mann. Κι αν δεν είναι έτσι, μάλλον θα πρέπει να πάρεις το κουβαδάκι σου και να πας να παίξεις σε άλλη παραλία.
Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το προπονητικό περιβάλλον στο κορυφαίο επίπεδο του επαγγελματικού αθλητισμού ένα καζάνι που βράζει διαρκώς. Η ψυχική δύναμη που απαιτείται για να λειτουργήσει κάποιος κάτω από μια τέτοια δυναμική, είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Αλλά η ψυχική δύναμη βασίζεται στην ψυχική υγεία. Κι ενώ οι ψυχολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι παίκτες έχουν τοποθετηθεί στο επίκεντρο της προσοχής την τελευταία δεκαετία, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για το ψυχικό φορτίο που κουβαλούν οι προπονητές.
Το κύρος και η προβολή της θέσης δεν το αποκλείουν. Θα μπορούσε μια παραδοχή αδυναμίας και ευαλωτότητας να θέσει τη δουλειά κάποιου σε κίνδυνο; Κατά πάσα πιθανότητα, ναι. Αλλά υπάρχει επίσης η πιθανότητα οι προπονητές, αυτοί που έχουν επιβιώσει, να είναι ψυχικά δυνατοί επειδή έχουν αντιμετωπίσει αντιξοότητες, έχουν επωμιστεί ευθύνες και έχουν λογοδοτήσει για πολλά, σε πολλούς.
"Νομίζω ότι η ψυχική υγεία στην προπονητική είναι μία περίπτωση επιβεβαίωσης του κλισέ ρητού πως "ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό". Για να επιβιώσεις για αρκετό καιρό στη θέση του προπονητή, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις κάθε είδους άγχος και κατάθλιψη. Και θα πρέπει να το νικήσεις", λέει ο Dr Bill Steffen, πρώην προπονητής ποδοσφαίρου στις ΗΠΑ και επίκουρος καθηγητής Αθλητικής Επιστήμης στο Wingate University της Βόρειας Καρολίνας.
Η κύρια ερευνητική εστίαση του Steffen είναι η πνευματική και ψυχική δυσκολία στην προπονητική. "Θα μπολιαστείς με αυτές τις συνθήκες να ξέρεις, θα σε πιάσει κατάθλιψη, άγχος. Αλλά οφείλεις να βρεις τρόπους να το χειριστείς. Αν όχι, φύγε από το σπορ". Το coaching τελικά ίσως να μην είναι και τόσο καζάνι, όσο χωνευτήριο.
Όταν ο Brian Goorjian προσελήφθη ως προπονητής της εθνικής ομάδας μπάσκετ της Αυστραλίας, το 2001, έπειτα από μία δεκαετία στο NBL (το πρωτάθλημα μπάσκετ της χώρας), είχε μία ξεκάθαρα ανθρώπινη αντίδραση: Είμαι αρκετά καλός;
"Εννοώ, ήμουν ενθουσιασμένος με το νέο μου ρόλο, αλλά σχεδόν αμέσως ένιωσε και συγκλονισμένος, καθώς η ευθύνη ήταν πλέον τεράστια", αναφέρει ο ίδιος, καθώς απολαμβάνει τη θέα της Μελβούρνης, ένα ωραίο πρωινό Παρασκευής, από το διαμέρισμά του στο προάστιο Prahran. "Σκεφτόμουν διαρκώς αν είμαι αρκετά καλός για να ανταποκριθώ. Όλοι έχουν τις αμφιβολίες τους, όσο σίγουροι κι αν δείχνουν, αλλά δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που το αντιλαμβάνονται. Νιώθεις ανασφάλεια. Δεν είσαι μόνο εσύ και η ομάδα σου. Εδώ μιλάμε για μια ολόκληρη χώρα".
Ο Goorjian, που διατηρεί το βαρύ καλιφορνέζικο twang του παρότι έχει μετακομίσει στην Αυστραλία από τα τέλη των ’70s, διαπίστωσε ότι η αμφιβολία του εξαφανίστηκε μόλις μπήκε στο στρατόπεδο των Boomers και βυθίστηκε στις καθημερινές λεπτομέρειες της προπονητικής ρουτίνας.
Εκεί, οι παίκτες και το προπονητικό επιτελείο πιθανότατα δεν θα σκέφτηκαν ποτέ ότι ο εύθυμος, μερικές φορές ιδιοσυγκρασιακός, και πάντα παθιασμένος προπονητής τους μπορεί να ένιωθε αβέβαιος για τον εαυτό του. Και ο Goorjian δεν θα τους το έλεγε ποτέ. Σε μια ηγετική θέση που εξαρτάται από την εξουσία και τον σεβασμό, δεν υπάρχει πολύς χώρος για εξωτερικές ενδείξεις –πόσο μάλλον, εκδηλώσεις– αβεβαιότητας.
Η δημοφιλής εικόνα του προπονητή ως μοναχικής φιγούρας στο "περιθώριο" των αγώνων σημαίνει ότι περιορίζεται εύκολα σε καρικατούρα, τουλάχιστον από τους επικριτές του στα Μέσα Ενημέρωσης, στο social media αλλά και στα συχνά επιθετικά αρχέτυπα που κατοικούν στη δημόσια σφαίρα – πεισματάρης, λιγομίλητος, ασταθής, στρυφνός, δύσκολος είναι μόνο μερικά από τα επίθετα που δίδονται για να περιγραφούν προπονητές του κορυφαίου επιπέδου. Ο Ted Lasso του Jason Sudeikis ξεπερνά αυτά τα στερεότυπα χάρη στην αισιόδοξη φύση του και το αδυσώπητο cheesiness του χαρακτήρα του. Κάπου εδώ, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν το προφίλ του κάθε προπονητή στον αγωνιστικό χώρο ταιριάζει με την προσωπικότητά του ως ανθρώπου.
"Έχω μιλήσει με πολλούς προπονητές. Μου λένε πως ναι, φωνάζουν μόνο για να φωνάξουν. Απλά για να είναι παρόντες, να δείχνουν πως κάνουν πράγματα, παρόλο που γνωρίζουν καλά πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει", ξεκαθαρίζει ο Dr Steffen.
O προπονητής ποδοσφαίρου της γυναικείας ομάδας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας και πρώην τεχνικός της εθνικής ομάδας Γυναικών των ΗΠΑ που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1991, Anson Dorrance, υποστηρίζει πως πολλοί άνθρωποι εκπλήσσονται όταν περιγράφει τον εαυτό του ως εσωστρεφή.
"Είμαι ριζοσπαστικά εσωστρεφής", λέει ο ίδιος καθώς οδηγεί από το προπονητικό κέντρο του Chapel Hill προς το σπίτι του. "Για μένα ακόμη κι αυτό το τηλεφώνημα είναι μια παράσταση, μια performance. Δεν σου μιλά ο πραγματικός εαυτός μου. Υποκρίνομαι στο ρόλο του προπονητή της γυναικείας ομάδας του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας".
Τι ορίζει, λοιπόν, την ψυχική δύναμη και την πνευματική σκληράδα σε σχέση με το coaching; Ο Steffen και η ομάδα του διεξήγαγαν μια μελέτη, κατά την οποία έκαναν την ίδια ακριβώς προαναφερθείσα ερώτηση σε 22 elite-level προπονητές στις ΗΠΑ. Οι συμμετέχοντες κατέληξαν σε 46 χαρακτηριστικά, τα οποία εν συνεχεία περιορίστηκαν σε ένα top-10. Η αυτοπεποίθηση αξιολογήθηκε ως το πιο σημαντικό στοιχείο στην πνευματική σύνθεση ενός προπονητή, ακολουθούμενη από τις ανθεκτικότητα, συνέπεια, θετικότητα, ενέργεια, πάθος, αισιοδοξία, προσαρμοστικότητα, εσωτερική δύναμη και υπομονή. Στη συνέχεια, οι προπονητές ρωτήθηκαν αν πίστευαν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά έπρεπε να είναι έμφυτα ή εάν μπορούσαν να αναπτυχθούν.
"Οι περισσότεροι παραδέχτηκαν πως θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, επειδή αρκετοί από αυτούς είπαν ότι δεν ήταν πνευματικά σκληροί και ψυχικά έτοιμοι όταν ξεκίνησαν να προπονούν", καταδεικνύει ο Steffen. "Η ανθεκτικότητα είναι αντιξοότητες και προσαρμογή. Αν δεν έχεις αντιξοότητες, δεν μπορείς να είσαι ανθεκτικός. Οι περισσότεροι προπονητές είχαν κάποιες δύσκολες στιγμές, ωστόσο προσαρμόστηκαν, ελίχθηκαν και ανέπτυξαν αυτή την ανθεκτικότητα".
Ο Cheika συμφωνεί ότι οι προπονητές πρέπει να είναι διανοητικά ευέλικτοι για να πετύχουν. "Έχω ανοιχτό μυαλό ως προπονητής, αλλά μπορώ επίσης να είμαι πολύ αυταρχικός", λέει. "Νομίζω ότι είναι μια πραγματική ικανότητα: να μπορείς να είσαι ευέλικτος, αλλά να έχεις και απόλυτη προσήλωση όταν χρειάζεται. Και μετά μη φοβάσαι να αλλάξεις, αν νιώθεις πως κάτι είναι καλύτερο ή μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοιο".
Η βάση όλων αυτών των χαρακτηριστικών είναι συχνά το τρελό επίπεδο ανταγωνιστικότητας. "Οι περισσότεροι άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι ανταγωνιστικοί, δεν νομίζω ότι είναι στην πραγματικότητα", λέει ο Dorrance, ο οποίος με χαρά μου αναφέρει ότι ήταν το θέμα ενός διάσημου βιβλίου, του The Man Watching – της βιογραφίας του. Περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο στο οποίο "όλοι όσοι με μισούν, λένε τη γνώμη τους για μένα".
Ήταν τέτοια η ανταγωνιστικότητα του Dorrance, που τον ώθησε κατά τη διάρκεια της 48χρονης θητείας του στο UNC, να πάρει μόλις μία φορά ρεπό, ένα απόγευμα Πέμπτης. "Ήμουν τρομερά ΟΚ με αυτό. Όπως θα σου επιβεβαιώσει και η γυναίκα μου, μισώ τις διακοπές. Αυτό που περνά από το μυαλό μου είναι πως κάποιος άλλος θα με προλάβει και θα με ξεπεράσει", τονίζει ο 73χρονος coach.
Σαφώς, αυτό το επίπεδο δέσμευσης και προσήλωσης δεν είναι για όλους. Ακόμη και για όσους μπορούν να το υποστηρίξουν, είναι δίκοπο μαχαίρι. "Η γοητεία, η ομορφιά της προπονητικής έγκειται στο ότι δεν μιλάμε για μια δουλειά 9-5. Η κατάρα της, είναι ακριβώς η ίδια", αναφέρει ο Steffen, ο οποίος έχει προπονήσει σε κολέγιο και κάποτε απουσίαζε από το σπίτι του 49 από τα 52 Σαββατοκύριακα του έτους – αυτός ο φόρτος εργασίας επιτάχυνε σίγουρα τη μετάβασή του από την προπονητική στον ακαδημαϊκό χώρο.
Ο Dr Will Vickery, ο senior advisor της Australian Sports Commission, επιβεβαιώνει πως η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής είναι μια ξένη έννοια για πολλούς προπονητές. "Σου καταναλώνει τη ζωή, οπότε δεν έχεις πολύ χρόνο να χαλαρώσεις, να σβήσεις", λέει. "Ξεχνάς το γεγονός ότι είναι η δουλειά σου σε αντίθεση με τη ζωή σου".
Ο Goorjian γνώριζε πως μπορεί να αντιμετωπίσει λίγη παραπάνω πίεση όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο για το πιο πρόσφατο Μουντομπάσκετ. Το περίμενε από παραδοσιακά Μέσα, με τα οποία φλερτάρει εδώ και καιρό και απολαμβάνει μια γόνιμη, συμβιωτική σχέση. Αλλά αυτές τις μέρες, φυσικά, η πραγματική κριτική, τα πράγματα που μπορεί να σε κρατήσουν ξύπνιο τα βράδια, δεν προέρχονται από ανθρώπους που ζουν από/για τα σπορ. Είναι από τους γνωστούς πολέμιους του πληκτρολογίου στα social media. Ευτυχώς για τον ίδιο, δεν διατηρεί κάποιο προφίλ, ούτε παρακολουθεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. "Η κόρη μου λέει να μην ανησυχώ για το τι λένε. Έτσι, είμαι αδιάφορος".
Ωστόσο, γνωρίζει πολύ καλά πώς αυτή η κριτική επηρεάζει τους νεότερους προπονητές που καθοδηγεί, αποκαλώντας τα τρολ ως "δειλούς, χωρίς καμία αίσθηση της ευθύνης". "Φίλε, πρέπει να προσέξεις την ψυχική σου υγεία, γιατί μερικά από αυτά είναι άσχημα, πολύ άσχημα", λέει. "Μιλούσα με έναν συνεργάτη στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ και μου είπε: "Αναφέρονται στη γυναίκα μου και το παιδί μου”. Μου ραγίζει την καρδιά αυτό".
Ο Cheika είναι, επίσης, ένας τύπος που αποφεύγει το social media, αλλά έχει παρόμοια επίγνωση των "δυνατοτήτων" τους να καταστρέφουν στιγμές, ψυχολογίες, καριέρες, ακόμη και ψυχές. "Ξαφνικά μπορεί να βρεθείς στο στόχαστρο και στην κρίση όλων", αναγνωρίζει. "Πιθανώς, πατά περισσότερο στο τερέν εκείνων που μόλις ξεκινούν την προπονητική. Ένας προπονητής στην ηλικία μου δεν δίνει δεκάρα για το τι λέει κανείς στα social media. Άρα δεν έχει αποτέλεσμα. Και αυτό είναι το θέμα, σωστά; Είναι επιλογή".
Ενώ η απουσία των Cheika και Goorjian από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αφαιρεί έναν στρεσογόνο παράγοντα από την προπονητική ζωή τους, δεν πτοούνται από τον "έλεγχο" από τα μέσα ενημέρωσης και αποδέχονται το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους. "Πάντα το βλέπω σαν να ανταμείβομαι για τη δουλειά μου", λέει ο Goorjian. "Είμαι περήφανος για αυτό που κάνω, είμαι περήφανος για την ομάδα μου. Μου αρέσει πως ακόμη κι αν χάσω έναν συγκεκριμένο αριθμό παιχνιδιών, θα δεχθώ κριτική. Με βοηθάει να γίνομαι καλύτερος, με παρακινεί να συνεχίσω".
Και πάλι, ο Cheika δεν ενοχλείται υπερβολικά από την κριτική. Πάντα, είναι ο πρώτος που το κάνει για τον εαυτό του. "Είμαι εξαιρετικά σκληρός αυτο-κριτικός", λέει. "Πώς έχουμε παίξει και πώς ήταν οι επιλογές μου; Θέτω ήδη αυτές τις ερωτήσεις πριν με ρωτήσει το οποιοδήποτε Μέσο. Νιώθω ότι το όλο θέμα της πίεσης είναι λίγο υπερβολικό".
Φυσικά, η πίεση προέρχεται και από το εσωτερικό ενός αθλητικού οργανισμού, ιδιαίτερα αν είσαι προπονητής που έχει προσληφθεί για να βοηθήσει μια ομάδα να κάνει το τελευταίο βήμα προς μία σημαντική κατεύθυνση.
Ο Goorjian παραδέχεται ότι το εξαιρετικό του ρεκόρ ως προπονητής του NBL, συμπεριλαμβανομένου ενός three-peat με τους Sydney Kings, δημιούργησε προσδοκίες που ήταν δύσκολο να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει. "Δεν μπορείς παρά να το αισθανθείς μέσα στον οργανισμό. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, είναι από τους λόγους που προπονώ πολύ στο εξωτερικό (στην Κίνα) τα τελευταία 15 χρόνια", λέει. "Δεν θέλεις ποτέ να απογοητεύσεις τους ανθρώπους".
Η αντίληψη που δημιουργείται από τη θέση μιας ομάδας στη βαθμολογία παίζει ρόλο στην πίεση που ασκείται στον εκάστοτε προπονητή. Λειτουργεί μάλιστα γρήγορα. "Το ρεκόρ νικών-ηττών είναι η λυδία λίθος τους", σχολιάζει ο Vickery. "Αν δεν κερδίζουν, τότε θεωρούνται σχεδόν αποτυχημένοι, κάτι που δεν ισχύει. Αλλά η αντίληψη του κοινού είναι συχνά τέτοια".
Ο Steffen, στο μεταξύ, πιστεύει ότι η εστίαση στα αποτελέσματα παραμορφώνει τις αντιλήψεις γύρω από τη δουλειά που κάνει στην πραγματικότητα ο προπονητής. "Πιστεύω ότι οι προπονητές κατηγορούνται πάρα πολύ όταν χάνουν, αλλά παίρνουν επίσης πολλά εύσημα όταν κερδίζουν".
Όταν μια ομάδα υπολειτουργεί, δεν είναι ο παίκτης-σταρ που θα δει το κεφάλι του στην γκιλοτίνα, ακόμα κι αν το λάθος βρίσκεται στα αποδυτήρια, μεταξύ των αθλητών. "Είναι πιο εύκολο να απαλλαγείς από τον προπονητή" αναφέρει ο Steffen. "Να απολύσω ένα άτομο ή μια ολόκληρη ομάδα; Είναι απλά πιο εύκολο για εκείνον που παίρνει τις αποφάσεις σε έναν αθλητικό οργανισμό".
Σε ένα επάγγελμα που εξαρτάται τόσο πολύ από τα αποτελέσματα, το job security θα είναι πάντοτε θέμα προς διερεύνηση κατά τον Josh Frost, ερευνητή του Orygen Institute, ο οποίος αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει το διδακτορικό του για την ψυχική υγεία των ελίτ προπονητών. "Την περσινή σεζόν της Premier League, στο Ηνωμένο Βασίλειο, 13 από τις 20 ποδοσφαιρικές ομάδες απέλυσαν τον προπονητή τους. Σε ορισμένα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, η εναλλαγή προπονητών είναι εξαιρετικά διαδεδομένη".
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όσοι ασκούν προπονητική για αρκετό καιρό, έχουν αναπτύξει στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν την επισφαλή φύση της θέσης τους. Ο Cheika, για παράδειγμα, έγινε προπονητής μετά από μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία και ήταν ήδη οικονομικά ασφαλής. "Κανείς δεν σε αναγκάζει να το κάνεις αυτό", λέει. "Είναι μια επιλογή. Πάντα είχα τις δικές μου επιχειρήσεις. Αυτό μου έδωσε την αυτονομία να μην κάνω συμβιβασμούς, τουλάχιστον οικονομικούς ή σε παράγοντες που θεωρώ δεδομένους".
Νωρίτερα στην καριέρα του, και ο Goorjian έκανε κάποια πράγματα ώστε να υπάρχει μία δικλίδα ασφαλείας, που του επιτρέπει πια να μην ανησυχεί για το οικονομικό του μέλλον και του δίνει την άνεση να παίρνει ρίσκα. "Είχα πάντοτε ένα plan B. Χρειάζονται όμως και τα ρίσκα, ακόμη κι αν φαινομενικά δεν είσαι απολύτως σίγουρος".
Ως πρώην παίκτης το AFL (Australian Football League) με τους Melbourne Demons, ο Alistair Nicholson θυμάται τον πρώτο του προπονητή, Neil Balme, να απολύεται μετά από ένα σερί ηττών, το 1997. "Πήρα μία αρκετά μεγάλη δόση της αστάθειας και του αντίκτυπου που μπορεί να έχει σε μια ομάδα και σε ένα σύνολο παικτών κάτι τέτοιο", αναφέρει ο Nicholson, ο οποίος πια είναι ο CEO της ένωσης προπονητών (AFL Coaches Association). "Και έπειτα υπήρχαν στιγμές υπό τον Neale Daniher που σκεφτόμουν: Μας προσέχεις και το κάνεις καλά, αλλά ποιος στηρίζει εσένα; Και νομίζω πως ακριβώς εκεί βρίσκεται η κουβέντα αυτή τη στιγμή".
Μία μελέτη του 2020 από το Orygen Institute που διεξήχθη σε συνεργασία με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Αθλητισμού σε 252 κορυφαίους προπονητές κατέληξε πως το 41% αυτών είχαν ψυχολογικά συμπτώματα που έχρηζαν θεραπείας, ενώ το 42% ανέφερε δυνητικά επικίνδυνη κατανάλωση αλκοόλ. Σχεδόν το 1/5 (18%) υποστήριξε πως αντιμετωπίζει σοβαρή διαταραχή του ύπνου και το 14% παρουσίασε υψηλή ψυχολογική δυσφορία.
Ο Frost πιστεύει ότι η ευρεία αρμοδιότητα της σύγχρονης προπονητικής την καθιστά εγγενώς διανοητικά απαιτητική. Αναφέρει την πίεση από τους συλλόγους, τις προσδοκίες των οπαδών, την εργασιακή ανασφάλεια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως παράγοντες που συμβάλλουν προς τα εκεί. Συχνά, επιβαρύνονται επιπροσθέτως από τα συνεχόμενα ταξίδια και τις πολλές ώρες απουσίας από το σπίτι. Τα παραπάνω μειώνουν αισθητά την πρόσβαση και την επαφή σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα "δίκτυο υποστήριξης".
"Νομίζω πως μία σειρά παραγόντων δημιουργεί συνθήκες απαιτητικές, με μπόλικη κοινωνική απομόνωση. Το να μην έχεις γύρω σου κοινωνική υποστήριξη μπορεί πραγματικά να συμβάλει στο να είσαι πιο ευάλωτος στις προκλήσεις ψυχικής υγείας" τονίζει.
Κι ενώ μπορεί να προβληθεί το αντεπιχείρημα πως οι αντιξοότητες δημιουργούν ανθεκτικότητα μακροπρόθεσμα, το γεγονός είναι ότι δεν είναι όλοι οι προπονητές θωρακισμένοι για να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις της δουλειάς και όσες επιπλέον αυτές φέρνουν. Αυτό επιδεινώνεται από το γεγονός ότι όσοι παλεύουν, μπορεί να μην αισθάνονται άνετα να αποκαλύψουν τις δυσκολίες τους λόγω ανησυχιών για την αντίδραση των συλλόγων τους.
"Οι προπονητές είναι ηγέτες στο περιβάλλον τους και αισθάνονται λιγότερο άνετα να εκδηλώσουν ή να εκφράσουν συναίσθημα, με κίνδυνο να αντιμετωπίσουν κριτική από παίκτες, παράγοντες και φιλάθλους", πιστεύει ο Frost. "Και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό οι οργανισμοί να καλλιεργήσουν μια ψυχολογικά ασφαλή κουλτούρα, που θα επιτρέπει στους προπονητές να μιλήσουν για τόσο ευαίσθητα θέματα σε ένα περιβάλλον με λιγότερες συνέπειες. Όποιες κι αν μπορεί να είναι αυτές".
Ο Steffen επιστρέφει στη δυναμική του "σκάσε-και-κολύμπα" της προπονητικής: "Το πρώτο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Ή να σε στείλει εκτός προπονητικής. Γνωρίζω αρκετούς coaches που εγκατέλειψαν λόγω των απαιτήσεων. Ένιωθαν ότι δεν ήταν υγιές κάτι τέτοιο".
Μερικές φορές οι προπονητές χρειάζονται απλώς να ανανεωθούν, κάτι που συχνά συμβαίνει εξ ορισμού μόνο μετά τη λήξη του συμβολαίου. Όλο και περισσότερο ωστόσο –τουλάχιστον στο AFL– ορισμένοι προπονητές επιλέγουν να πάρουν χρόνο εκτός, με τους όρους τους.
"Έχουμε δει στο AFL κάποιους έμπειρους προπονητές να μένουν ένα μεγάλο ή μικρότερο διάστημα εκτός, με τις διοικήσεις να έχουν εμπιστοσύνη ότι θα φέρουν κάτι πίσω στον σύλλογο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που μετά από μια περίοδο απουσίας, επανέρχονται με άλλα επίπεδα ενέργειας στο κορυφαίο επίπεδο και τα πάνε καλά", εξηγεί ο Nicholson, που το 2018 βοήθησε στην ίδρυση του οργανισμού "Tackle Your Feelings με προγράμματα εκπαίδευσης ψυχικής υγείας για προπονητές και παίκτες.
Αν το κοουτσάρισμα στο υψηλότερο επίπεδο αξιολογείται μόνο μέσα από τη νίκη και την ήττα, θα αναρωτηθεί κανείς πώς οι προπονητές προσεγγίζουν διανοητικά αυτή την αναπόφευκτη και μερικές φορές καταπιεστική δυναμική.
"Στις νίκες και τις ήττες, έχω έναν κανόνα. Αν νικήσουμε, γιορτάζω με τους συνεργάτες μου. Και τα μεσάνυχτα, φροντίζω να κοιτάζω για λίγα λεπτά τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Το ίδιο κάνω και όταν χάνουμε. Αλλά πριν, έχουμε πάει όλοι μαζί για φαγητό", υποστηρίζει ο Goorjian.
Όλα αυτά χρησιμεύουν για να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι σε αυτό το σύμπαν χρειάζεται μία υγιής σχέση με την αποτυχία. Η μεγάλη έπαρση των σπορ εντοπίζεται στην άποψη πως το αποτέλεσμα σημαίνει τα πάντα. "Το καλύτερο πράγμα στον αθλητισμό είναι μια αποτυχία, καθώς δεν έχει σημασία αν θα αποτύχεις", λέει ο Dorrance. "Είναι ένα μάθημα που μπορεί να βοηθήσει οποιονδήποτε ξεκινά. Αν θέλεις πραγματικά να αναπτυχθείς, θα αποτύχεις. Οφείλεις όμως να ανακάμψεις. Και όσο πιο συχνά ανακάμπτεις, τόσο πιο μακριά θα φτάσεις. Στην ήττα θα μάθεις ποιος στο διάβολο είσαι πραγματικά και θα πάρεις αποφάσεις για το ποιος στο διάβολο θέλεις να γίνεις". Καλά τα λες, coach.
Ακολούθησε το Esquire σε Facebook, Instagram και Twitter.