Με τις τιμές ενέργειας να αυξάνονται, η αλληλεγγύη της ΕΕ προς την Ουκρανία μπορεί να αρχίσει να μειώνεται. Το να μοιραστεί το οικονομικό βάρος του πολέμου, θα είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος από τους λαούς.

Jan C. Behrends, Καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Viadrina

Θα υποστήριζα ότι οι Ευρωπαίοι είναι σίγουρα διχασμένοι σχετικά με τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή. Όσοι ζουν στα νέα κράτος της πρώτης γραμμής, αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν τώρα Ostflanke (ανατολική πτέρυγα), έχουν εδώ και καιρό αντιληφθεί τη ρωσική απειλή και είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλό τίμημα για να την αντιμετωπίσουν. Στη Γερμανία ωστόσο, μόνο η κοινότητα των ειδικών και μια μειοψηφία της πολιτικής τάξης έχουν κατανοήσει πλήρως τη δεινή κατάσταση που αντιμετωπίζουμε.

Οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα. Οι Γερμανοί πολιτικοί υποστηρίζουν ότι ένα εμπάργκο κατά του ρωσικού πετρελαίου θα βύθιζε τη χώρα σε ύφεση. Αυτό θα ήταν απαράδεκτο. Επομένως, τα επιχειρήματα για την οικονομία και η υλική ευημερία του έθνους μας, εξακολουθούν να "κερδίζουν” έναντι των στρατιωτικών ζητημάτων και των ζητημάτων ασφαλείας. Αυτό αποτελεί μια σιωπηλή συνέχιση του Μερκελισμού, παρά το Zeitenwende του Όλαφ Σολτς.

Εδώ στη Γερμανία, πιστεύεται ακόμη ευρέως ότι μπορούμε με κάποιον τρόπο να το ξεπεράσουμε όλο αυτό με τον πόλεμο, χωρίς μεγάλες θυσίες. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αλλά αυτή η επικίνδυνη στάση άρνησης επιμένει. Αντί να βάλουμε την οικονομία πρώτα, πρέπει να κατανοήσουμε ότι είναι προς όφελος της Ευρώπης πρώτα από όλα, να υποστηρίξουμε την Ουκρανία με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο. Το Βερολίνο συνεχίζει να σκέφτεται με τους όρους της Συνθήκης lend-Lease του 1941, που προμήθευε το Ηνωμένο Βασίλειο με τα απαραίτητα όπλα.

Η συνέχεια στο Capital.gr