30 χρόνια Μπάτμαν: Μία ζωή μέσα στις νύχτες

Ο Γιώργος Νάσιος, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από το θρυλικότερο αθηναϊκό after, μιλά στο Esquire για όλα όσα έμαθε όταν χαμηλώνουν τα φώτα.

Esquire Team
Γράφει: Μπάμπης Δούκας 27 Σεπτεμβρίου 2019

Η χαρακτηριστική διαφημιστική επιγραφή της μπύρας Bernard, ακριβώς πάνω από τον αριθμό 40 της οδού Βρεσθένης στο Νέο Κόσμο, ανάβει καθημερινά λίγο πριν τις 22.00, παίζοντας ουσιαστικά το ρόλο της πινακίδας του μαγαζιού - που δεν υπάρχει. Ωστόσο το ραντεβού μας με τον ίδιο τον "Μπάτμαν", δόθηκε στις 09.00. Λίγο μετά το κλείσιμο δηλαδή, κι ας ήταν Πέμπτη πρωί. Το συγκεκριμένο μπαρ είναι από εκείνα τα μέρη που ζωντανεύουν την ώρα που όλα τα άλλα ποτάδικα κατεβάζουν ρολά και κάθε βραδιά σε αυτό αποκτά μυσταγωγικό χαρακτήρα, συνήθως μετά τα τρίτα ή ακόμη και τα τέταρτα ποτά. Ο δημιουργός του παραμένει εδώ και 3 δεκαετίες ο άγρυπνος φρουρός του Gotham City της αθηναϊκής νύχτας από πάσης φύσεως κακοτοπιές και, όπως σημειώνει και ο ίδιος, λειτουργεί σαν φύλακας της πόλης ενάντια στις κακές μουσικές. Ο Γιώργος Νάσιος μοιράζεται στο Esquire τις εμπειρίες μίας ολόκληρης ζωής που ξεκινά από τα (Άνω) Πετράλωνα, περνά από τα γήπεδα του μπάσκετ, το Ρουφ και την Πάτρα για να καταλήξει, φυσικά, στη νύχτα και την πιο γοητευτική πλευρά της. Της νύχτας που δεν τελειώνει προτού βγουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου.

Πότε, πώς και γιατί ήρθε στη ζωή το Μπάτμαν;

Το μαγαζί ξεκίνησε ουσιαστικά το φθινόπωρο του 1989 από μία παρέα φίλων, τον καιρό που ήμουν σε μία διαφημιστική, την Kino. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε για ποτά στο μπαρ του ξενοδοχείου Dimitrios. Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε και συζητήσαμε μεταξύ σοβαρού και αστείου να ανοίξουμε ένα μπαρ ώστε να το έχουμε σαν στέκι. Έτσι γεννήθηκε το Μπάτμαν. Στις αρχές είχε και ηλεκτρονικά παιχνίδια και darts – διοργανώναμε μάλιστα και πρωταθλήματα στα βελάκια. Όλα αυτά τα χάρισα μετά την πρώτη ανακαίνιση, το 1994. Τότε ήταν που διαμορφώθηκε η μπάρα όπως είναι σήμερα. Κομβικό σημείο στην ιστορία του Μπάτμαν είναι το καλοκαίρι του 1996, όταν είχα πάει διακοπές στην Σκόπελο. Εκεί βρήκα κατά τύχη παλιούς συμφοιτητές μου από την Πάτρα, που με πήγαν στο μαγαζί του γνωστού ρεμπέτη Γιώργου Ξηντάρη. Γνώρισα τον ίδιο, τον Γιάννη Γκαρδιακό από τους Παίδες εν τάξει και τον ξάδερφο του Βασίλη Κορδάτου (σ.σ. το μπουζούκι στο συγκρότημα Παίδες εν τάξει). Το 1997 οι προαναφερθέντες έπαιζαν μουσική στο Χάραμα. Κάθε φορά που τελείωναν το πρόγραμμα με έπαιρναν τηλέφωνο και μου ζητούσαν να μην κλείσω το μαγαζί για να έρθουν για ένα ποτό. Έπειτα από αυτούς, ακολούθησαν κι άλλοι καλλιτέχνες και μουσικοί που έκαναν το ίδιο. Πολλοί μάλιστα έφερναν τα όργανά τους και έπαιζαν. Αυτή η φήμη εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα και το Μπάτμαν άρχισε να αποκτά φυσιογνωμία, την ίδια στιγμή που υπήρχε και ένα ξεχωριστό ζύμωμα μεταξύ των πελατών. Ο καθένας ζήταγε και ένα κομμάτι από τα βινύλια που είχα -δεν χαλούσα χατήρι σε κανέναν- και κάπως έτσι γίναμε αυτό που είμαστε μέχρι σήμερα.

30 χρόνια Μπάτμαν: Μία ζωή μέσα στις νύχτες

Στη γειτονιά έβαζαν στοιχήματα από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του Μπάτμαν, για το πότε θα κλείσει.

Πώς ήταν τότε ο Νέος Κόσμος; 

Υπήρχαν αποκλειστικά συνεργεία και μαγαζιά με ανταλλακτικά στην περιοχή, σχεδόν ότι και τώρα δηλαδή, καθώς και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Βέβαια εδώ ήταν και η μουσική σκηνή Αρχιτεκτονική, στη Βουλιαγμένης, εκεί που υπήρχαν τα γραφεία της Ελευθεροτυπίας. Και ένα μπαράκι στη διασταύρωση της Φραντζή με την Βρεσθένης. Τίποτα άλλο.

Περίμενες ότι θα τριανταρίσει το Μπάτμαν;

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, όχι. Σκέψου στη γειτονιά έβαζαν στοιχήματα από την πρώτη κιόλας ημέρα της λειτουργίας του για το πότε θα κλείσει. "Μπαρ στον Νέο Κόσμο; Πιάνουν αυτά τα πράγματα; Με ποιους και πώς θα δουλέψει;" ήταν από τις πιο συνηθισμένες ατάκες που άκουγα. Αλλά να που είμαστε ακόμη εδώ. Πρέπει να πω λοιπόν ένα ευχαριστώ σε όλο τον κόσμο αλλά και στους καλλιτέχνες που μας στήριξαν πολύ. Ο Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Νίκος Παπάζογλου, η Μελίνα Κανά και πολλοί άλλοι, καθώς και οι μουσικοί τους. Ειδικά ο Σωκράτης θυμάμαι που τελείωνε τα προγράμματα στον Σταυρό του Νότου -αργότερα, όταν άνοιξε η μουσική σκηνή- και έλεγε στον κόσμο να μην ζητάει άλλο κομμάτι και να πάει στο Μπάτμαν αν ήθελε να συνεχίσει. Αυτό όμως ήταν το Μπάτμαν, όχι ο χώρος αλλά ο κόσμος του, που το έφτιαξε κυρίως σαν ατμόσφαιρα.


Έχω πάει 36 φορές στο αυτόφωρο, οπότε δεν υπάρχουν και πολλά να φοβηθώ πια στη νύχτα.


Φοβήθηκες οτιδήποτε όλα αυτά τα χρόνια στη νύχτα;

Τους ανθρώπους της νύχτας όχι. Ποτέ. Νομίζω τους καταλάβαινα. Έχω πάει 36 φορές στο αυτόφωρο οπότε δεν υπάρχουν και πολλά να φοβηθώ εδώ που τα λέμε (γέλια). Πήγαινα πάντοτε μόνος μου, συνήθως για τον ήχο της μουσικής ή για υπέρβαση του ωραρίου λειτουργίας. Όσες φορές κι αν με πήγαιναν μέσα, δεν σκέφτηκα ποτέ να κλείσω το Μπάτμαν. Έλεγα μάλιστα χαρακτηριστικά στους αστυνομικούς ότι το μπαρ δεν θα κλείσει ποτέ, γιατί πρέπει να είναι ζωντανό ώστε να φυλάει την πόλη από την κακή μουσική. Αστειευόμουν, πλήρωνα τα πρόστιμα και συνέχιζα. Από ένα σημείο και μετά πιστεύω ότι βαρέθηκαν να έρχονται να με παραπέμψουν. Πολλά μάλιστα από τα παιδιά που δούλευαν στην Ασφάλεια του Νέου Κόσμου, μετά γινόντουσαν πελάτες του μαγαζιού. Ερχόντουσαν και περνούσαμε καλά όλοι. Ξέρω βέβαια ότι κατά καιρούς μπορεί να ενοχλούσαμε τη γειτονιά λόγω ήχου, αλλά γι' αυτό ζω πλέον απέναντι, για να μπορεί ο καθένας να μου κάνει τα παράπονά του το επόμενο πρωί που θα με δει. Ευτυχώς πλέον αυτά έχουν ελαχιστοποιηθεί, καθώς έχει γίνει σχεδόν στουντιακή ηχομόνωση στον χώρο.

Προτιμάς το βράδυ από την ημέρα. Τι διαφορετικό έχει;

Υπάρχει μία αλήθεια όταν πέσει το σκοτάδι. Τουλάχιστον περισσότερη από την ημέρα. Κάποιος που θα σε κοιτάξει στα μάτια και θα σου πει κάτι κατά τη διάρκεια της νύχτας, πιθανότατα θα το εννοεί 100%.

Και τι πιστεύεις ότι έχει αλλάξει στη νύχτα μέσα σε αυτές τις τρεις δεκαετίες;

Προσωπικά βλέπω ότι υπάρχει μεγαλύτερος σεβασμός από τον κόσμο που κυκλοφορεί. Δεν υπάρχει η παλιά συνήθεια και το τουπέ του να έρχεται κάποιος για ποτό και να νιώθει ότι του ανήκουν τα πάντα στον χώρο. Παρατηρώ ότι σέβεται ο ένας τον άλλον, ειδικά τις γυναίκες, ακόμη κι αν υπάρχει κάποια που μπορεί να πίνει μόνη της στη μπάρα. Αυτό για μένα είναι ένας πραγματικός δείκτης πολιτισμού. Προσπάθησα κι εγώ να το περάσω αυτό στο μαγαζί. Επίσης βλέπω ότι υπάρχει αγάπη στον κόσμο, χωρίς σύνορα. Βλέπεις για παράδειγμα ένα ζευγάρι δύο αγοριών να μην αντιμετωπίζεται με καχυποψία, όπως θα συνέβαινε παλαιότερα από κάποιους. Έτσι όμως πρέπει να είναι η κοινωνία, τουλάχιστον αυτή που ονειρεύομαι εγώ. Εδώ μέσα άλλωστε έχουν αλλάξει και οι "φυλές" της νύχτας. Δεν υφίστανται βασικά, καθώς στο Μπάτμαν ουσιαστικά "αγκαλιάζονται" όλοι. Ενίοτε βέβαια συμβαίνει να είναι και μερικοί περίεργοι, για να το πω κομψά. Αλλά το Μπάτμαν είναι ένα στομάχι που κάνει παλινδρομήσεις, δηλαδή θα ξεράσει όποιον δεν ταιριάζει. Ή στην τελική, κάποιος τέτοιος θα καταλάβει ότι πρέπει να φύγει από μόνος του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΤΜΑΝ 3

Συνήθιζα να λέω στους αστυνομικούς ότι το Μπάτμαν δεν θα κλείσει ποτέ, γιατί πρέπει να είναι ζωντανό ώστε να φυλάει την πόλη από την κακή μουσική. 

Η πολυσυλλεκτικότητα στις μουσικές του μαγαζιού από πού πηγάζει; Εσένα τι σου αρέσει να ακούς;

Πάντα, τόσο εγώ όσο και η παρέα μου, ακούγαμε καλή μουσική. Κι ενώ λάτρευα -και λατρεύω ακόμη- την τζαζ και τη ροκ, εκτίμησα περισσότερο με τον καιρό τους Έλληνες συνθέτες: τον Γιάννη Σπανό, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μάνο Λοΐζο, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, όλους. Γιατί να μην παίζουμε λοιπόν και αυτούς μαζί με το ροκ, που στην τελική κι αυτό λαϊκή μουσική δεν είναι; Έπειτα, έχω ρίζες από την Ήπειρο, οπότε αγαπούσα την πεντατονία και το ηπειρώτικο τραγούδι. Οπότε είπα να τα συνδυάσω όλα. Από την αρχή υπήρχε αυτή η ποικιλία στη μουσική, η οποία εμπλουτιζόταν συνεχώς. Για παράδειγμα, σε όλα αυτά προστέθηκαν ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Παντελής Θαλασσινός και όλο αυτό το έντεχνο ρεύμα των 90s. Εγώ από την άλλη, μάζευα από μικρός βινύλια. Όλα μου τα χαρτζιλίκια εκεί πήγαιναν. Από το 7+7, από το Μοναστηράκι, από οπουδήποτε μπορούσα να βρω. Στην Πάτρα μόνο, πρέπει να έχασα γύρω στα 700 βινύλια. Τώρα, από ό,τι υπολογίζω πρέπει να έχω γύρω στα 1.500. Βέβαια δεν παίζω πια βινύλια στο μαγαζί αλλά CD, που κάποια από αυτά όμως τα έχω αντιγράψει από βινύλια. Πλέον τα έχω συγκεντρώσει σε μία βιβλιοθήκη στο σπίτι μου και δεν τα έχω ταξινομήσει καν. Μπορεί δηλαδή δίπλα από τον Στράτο Διονυσίου να είναι οι Pink Floyd και πλάι στον Χατζιδάκι ο B.B. King κ.ο.κ. Ότι συμβαίνει και στο Μπάτμαν δηλαδή.

Έπαιζες μπάσκετ μικρός. Γιατί εγκατέλειψες το σπορ και πώς κατέληξες τελικά να τραγουδάς στην Πάτρα;

Ναι όντως έπαιζα, "Ελ" που έλεγαν τότε. Πρώτα στην Εστία Φιλίας και έπειτα στην Ε.Α. Πατρών. Ήμουν και καλός να ξέρεις, αριστερόχειρας, είχα φτάσει μέχρι προεθνική Εφήβων. Μου άρεσε πολύ σαν παίκτης ο Βασίλης Γκούμας. Έχω παίξει αντίπαλος μάλιστα με τον Κίμωνα Κοκορόγιαννη και τον Κώστα Πετρόπουλο. Ουσιαστικά σταμάτησα τον καιρό που ήμουν φοιτητής στην Πάτρα κι αυτό γιατί έτυχε να τραγουδήσω σε μία εκδήλωση της οργάνωσης του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού Ρήγα Φεραίος. Είχε αρρωστήσει ο Βαγγέλης Δεληκούρας (σ.σ. που αργότερα έφτιαξε τα Παιδιά από την Πάτρα) και δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι μπορώ να το κάνω καλά εγώ και με έπεισαν. Είπα Θεοδωράκη και αντάρτικα άσματα κυρίως. Εκεί με άκουσε ένας μάνατζερ που έστηνε μία μπουάτ -αν θυμάμαι καλά στην πλατεία Όλγας- και μου πρότεινε να συνεργαστούμε, με μεροκάματο 500 δραχμές και 6 εμφανίσεις την εβδομάδα. Σκέψου ότι το ενοίκιό μου σε μία γκαρσονιέρα στα Ψηλαλώνια ήταν 1000 δρχ/μήνα. Έβγαιναν πολλά λεφτά και η Πάτρα ήταν από τότε μία σπουδαία μουσική σκηνή. Μέχρι τα 19 ήμουν μέσα σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Σπίτι-προπόνηση, προπόνηση-σπίτι. Και αγώνες, συνέχεια. Όταν ανέβηκα όμως στην πίστα και έβλεπα τα κορίτσια να με κοιτούν όπως με κοιτούσαν, αποφάσισα να αφήσω οριστικά την πορτοκαλί μπάλα. Σιγά μην προτιμούσα δηλαδή την μπάλα του μπάσκετ, 20 χρονών παιδί (γέλια). Η ενασχόληση αυτή με έκανε ουσιαστικά να αγαπήσω και το ελληνικό τραγούδι. Σκέψου πως τον Γιώργο Ζαμπέτα ή τον Στράτο Διονυσίου τους θεωρούσαμε μέχρι τότε "σκυλάδες". Είχαμε μεγαλώσει με άλλα ακούσματα. Εγώ ήμουν ανέκαθεν λάτρης της ροκ και της τζαζ όπως σου είπα αλλά άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη μουσική.


Tο Μπάτμαν είναι ένα στομάχι που κάνει παλινδρομήσεις, θα ξεράσει όποιον δεν ταιριάζει. Ή στην τελική, αυτός θα καταλάβει ότι δεν κολλά εδώ και θα φύγει από μόνος του.


Η αγάπη σου για τoν κόσμο του κόμικ πώς προέκυψε;

Θυμάμαι ακόμη τον εαυτό μου, πολύ μικρό στα Πετράλωνα, που περίμενα να προμηθευτώ τον Μικρό Ήρωα από την "Πηγή" στην Τρώων, που ήταν κάτι ανάμεσα σε press point και ψιλικατζίδικο. Διάβαζα λοιπόν Μικρό Ήρωα, Γκαούρ – Ταρζάν, το Γκρέκο με πρωταγωνιστή έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή που μεσουρανούσε στη Βραζιλία – εκεί μαθαίναμε και ομάδες με εξωτικά ονόματα όπως η Μποταφόγκο. Ακόμη, Λούκυ Λουκ και Αστερίξ. Έχω ασφαλώς και τα Σούπερμαν. Σκέψου ότι έχω κρατήσει ακόμη ένα τεύχος του "Διαπλανητικά" με τον Σούπερμαν από το 1955, που ήταν και το έτος γεννήσεώς μου. Το είχα βρει κάποια χρόνια μετά στο Μοναστηράκι και το αγόρασα κατευθείαν με σκοπό να το διατηρήσω όσο περισσότερο γίνεται. Έχω επίσης εκατοντάδες τεύχη του Μίκυ Μάους. Ακόμη και τώρα που υπάρχει η τηλεόραση και το ίντερνετ, προτιμώ το χαρτί του βιβλίου και του κόμικ. Με γοητεύει ρε παιδί μου ακόμη και η μυρωδιά του χαρτιού.

Εκτός από τα κόμικ όμως, είσαι και φανατικός του Απόλλωνα Αθηνών.

Λόγω Πετραλώνων συνέβη κι αυτό φυσικά. Όταν η ομάδα είχε έρθει από τη Σμύρνη, έπαιζε στο γήπεδο του Ρουφ. Όλοι όσοι έμεναν στις γύρω περιοχές και φυσικά οι πρόσφυγες, υποστήριζαν τον Απόλλωνα. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου, που με έπαιρνε μαζί του στο γήπεδο από την ηλικία των 6 ετών. Σκέψου πρόλαβα τον Γιώργο Καμάρα, αδερφό του Αριστείδη, να παίζει και πλέον το στάδιο της Ριζούπολης φέρει το όνομά του. Ακόμη και σήμερα έχω εισιτήριο διαρκείας. Ο Απόλλωνας έχει ιστορία και πολιτισμό, κουβαλά μία ρίζα σαν ομάδα, που δεν μπορεί να ξεριζωθεί με τίποτα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΤΜΑΝ 4

Αν είσαι εσύ ο Μπάτμαν, ο Ρόμπιν του μαγαζιού ποιος είναι;

Θα μπορούσα να σου πω ότι σε αυτό το ρόλο θα έβαζα την κόρη μου, την Αθηνά, που έχει ουσιαστικά αναλάβει πλέον το μαγαζί τα τελευταία 5 χρόνια, μαζί με την παρέα της - όλοι παιδιά με σπουδαία μουσική παιδεία. Αλλά νομίζω ότι αυτός ο χαρακτηρισμός θα έπρεπε να αποδοθεί περισσότερο στον κόσμο που έρχεται εδώ.

Τι κρατάς από αυτά τα 30 χρόνια;

Τι άλλο θα μπορούσα να κρατήσω πέρα από την αγάπη του κόσμου και τις αξέχαστες βραδιές που έχουμε περάσει εδώ μέσα;


Info

Θ. Βρεσθένης 40, Νέος Κόσμος, τηλ. 210 9241585

 

Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις

Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για πολιτικές εξελίξεις, συνεντεύξεις διασήμων, συμβουλές για αντρική μόδα και συνταγές για φαγητό και πότο στο esquire.com.gr

ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ

Το πάθος πίσω από τη Νο1 super premium τεκίλα στον κόσμο

Μπορεί να μην ανακάλυψε την τεκίλα, αλλά ήταν η Patrón που την τελειοποίησε, συστήνοντας πρώτη σε όλον τον κόσμο μια πραγματικά "super premium τεκίλα".

Όσα πρέπει να ξέρεις για το Oatzempic, το viral λιποδιαλυτικό ρόφημα του TikTok

Κάποιοι λένε πως είναι τόσο θαυματουργό που εξαφανίζει το λίπος. Τι ισχύει όμως;

Γραφει Γιαννης Σπανος

Cardamaro, ένα διαφορετικό amaro

Ο πλούτος και το ειδικό βάρος του γλυκού βερµούτ δένουν υπέροχα µε µια απαλή φυτική πικράδα, σε αυτό το ξεχωριστό ποτό που αποτελεί το µοναδικό amaro µε βάση την αγριαγκινάρα από το Nizza Monferrato της Ιταλίας.

Γραφει Μπαμπης Δουκας

Limoncello Di Capri: Το δώρο του Κάπρι

100% φυσικό. 100% αυθεντικό. Το Limoncello Di Capri αποτελεί ένα µοναδικής ποιότητας γλυκό λικέρ, µε Προστατευόµενη Γεωγραφική Ένδειξη, αποτέλεσµα της αξιοποίησης των καλύτερων λεµονιών του φηµισµένου ιταλικού νησιού.

Γραφει Μπαμπης Δουκας

Τα Ready to Enjoy Aperitivo Cocktails βάζουν το ιταλικό lifestyle σε μπουκάλι

Η Granikal τοποθετεί το mindful drinking στο επίκεντρο και λανσάρει µια φίνα σειρά εµφιαλωµένων aperitivo cocktails χαµηλών αλκοολικών βαθµών.

Γραφει Μπαμπης Δουκας

Το premium μ. Artisan Water, ένα ελληνικό gastro-lifestyle νερό

Το premium μ. Αrtisan Water ανώτερης ποιότητας και αισθητικής μόλις συστήθηκε στον κόσμο της γαστρονομίας.